-
1 запускать
I запускать, запустить I 1) (метнуть) ρίχνω εκτοξεύω, εξαπολύω (ракету и т. л.) \запускать спутник εκτοξεύω δορυφόρο 2) (мотор и т. п.) ξεκινώ, βάζω μπρος II запускать, запустить II (не заботиться) παραμελώ, εγκαταλείπω* * *I = запустить1) ( метнуть) ρίχνω; εκτοξεύω, εξαπολύω (ракету и т. п.)запуска́ть спу́тник — εκτοξεύω δορυφόρο
2) (мотор и т. п.) ξεκινώ, βάζω μπροςII = запустить( не заботиться) παραμελώ, εγκαταλείπω -
2 ракета
ракета ж 1) о πύραυλος, η ρουκέτα· το πυραυλοκίνητο βλήμα (снаряд)' космическая \ракета ο κοσμικός (или διαστημικός) πύραυλος; межконтинентальная \ракета ο διηπειρωτικός πύραυλος; многоступенчатая \ракета ο πολυόροφος πύραυλος; запустить \ракетау εκτοξεύω πύραυλο 2) (сигнальная) η φωτοβολίδα* * *ж1) ο πύραυλος, η ρουκέτα; το πυραυλοκίνητο βλήμα ( снаряд)косми́ческая раке́та — ο κοσμικός ( или διαστημικός) πύραυλος
межконтинента́льная раке́та — ο διηπειρωτικός πύραυλος
многоступе́нчатая раке́та — ο πολυόροφος πύραυλος
запусти́ть раке́ту — εκτοξεύω πύραυλο
2) ( сигнальная) η φωτοβολίδα -
3 запускать
запускать Iнесов, разг1. (бросать с силой) ρίχνω, ἐκοφένδονίζω, ἐκτοξεύω, ἐξαπολύω:\запускать камнем в окно́ ρίχνω πέτρα στό παράθυρο· \запускать спу́тник (ракету) ἐξαπολύω (или ἐκτοξεύω) δορυφόρο (πύραυλο)·2. (засовывать) χώνω:\запускать ру́ку в карман χώνω τό χέρι στήν τσέπη.запускать IIнесов (переставать за-ботиться) ἀμελώ, παραμελώ, παρατάω, ἐγκαταλείπω:\запускать хозяйство (болезнь) παραμελώ τό νοικοκυριό (τήν ἀρρώστια). -
4 метать
метать Iнесов1. (бросать) ρίχνω, βάλλω, πετῶ·2. (рождать, производить):\метать икру́ ὠοτοκὠ· \метать детенышей (о животных) γεννῶ, γεννοβολώ· ◊ \метать громы и молнии ἐκτοξεύω ἀπειλές, ἐκτοξεύω μύδρους· \метать банк карт. κάνω μπάγκα· \метать би́сер перед свиньями погов. τά ἄγια τοίς κυσί· рвать и \метать πνέω μένεα.метать IIнесов:\метать петли τρυπώνω (или πιάνω) τίς κουμπότρυπες. -
5 запустить
-ущу, -устишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. запущенный, βρ: -щен, -а, -оρ.σ.μ.1. εκτοξεύω, εξαπολύω• εκσφενδονίζω• εξακοντίζω•запустить искусственного спутника εκτοξεύω τεχνητό δορυφόρο•
запустить камень εκσφενδονίζω πέτρα.
2. (για μηχανή) βάζω σε κύνηση, βάζω εμπρός.3. βυθίζω• μπήγω• χώνω μέσα.4. αφήνω• απολύω•запустить лошадей в луг απολύω τα άλογα στο λειβάδι.
εκφρ.запустить глаза, – ρίχνω τα μάτια, κοιτάζω•запустить руку ή лапу – απλώνω το χέρι, τους πλοκάμους (αρπάζω)•запустить словечко – α) πετώ μια λεξούλα, (κάνω υπαινιγμό)• β) λέγω έναν καλό λόγο (συνηγορώ)•запустить удочку – προσπαθώ να πληροφορηθώ (ψαρεύω).ρ.σ.μ.1. εγκαταλείπω, παραμελώ, παρατώ, αφήνω.2. δε δίνω την απαιτούμενη προσοχή ή σημασία•запустить болезнь αφήνω την αρρώστεια να χειροτερέψει•
запустить рану αφήνω την πληγή να μεγαλώσει.
3. σταματώ το άρμεγμα της αγελάδας πριν τη γέννα.4. αφήνω χέρσα τη γη. -
6 запускать
I. 1. (механизм) ξεκινώ, εκκινώ 2. (схему или цепь) βάζω εμπρός το κύκλωμα 3. (космический корабль, спутник) εκτοξεύω. II. 1. (довести до состояния упадка) εγκαταλείπω, παραμελώ, παρατώ 2. с-х. (перестать обрабатывать землю) αφήνω χέρσα τη γήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > запускать
-
7 катапультирование
η εκτόξευση μέσω του καταπέλτη(аварийное покидание самолёта) η εκτόξευση/εγκατάλειψη (του αεροσκάφους)-ть εκτοξεύω/εκτοξεύομαι μέσω του καταπέλτηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > катапультирование
-
8 ракета
ο πύραυλ/οςатомная - ατομικός/πυρηνικός -боевая - μάχης, στρατιωτικός -научная - επιστημονικός -, ερευνητικός -неуправляемая - άνευ συστήματος ελέγχου/πλοήγησης, η ρουκέτα (ξεν.)сигнальная - η φωτοβολίδα σήμανσης/σηματοδοσίαςсоставная - см. многоступенчатая -управляемая - με σύστημα ελέγχου/πλοήγησηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ракета
-
9 торкретирование
η εκτόξευση ρευστο-κονιάματος/σκυροδέματος-ть εκτοξεύω το σκυροκονίαμα/σκυρόδεμα/ρευστοκονίαμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > торкретирование
-
10 фонтанировать
αναβλύζω, αναπηδώεκτοξεύω, εκρέωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > фонтанировать
-
11 бросать
бросатьнесов1. (кидать) ρίχνω, ρίπτω, πετῶ/ ἐξακοντίζω, ἐκτοξεύω (с силой):\бросать взгляд на кого́-л. ρίχνω μιά ματιά; \бросать обвинение κατηγορώ; \бросать тень а) (о деревьях) ρίχνω σκιά(ν), κάνω ίσκιο, б) перен ἀμαυρώνω, δυσφημώ;2. (перебрасывать) στέλνω, στέλλω, ρίχνω, μεταφέρω;3. (оставлять) ἐγκαταλείπω, ἀφήνω, παρατώ:\бросать кого-л. ἐγκαταλείπω κάποιον4. (переставать, прекращать) παύω, διακόπτω:\бросать курить κόβω τό κάπνισμα; \бросать работу παρατώ τή δουλειά; ◊ \бросать якорь ρίχνω ἄγκυρα; \бросать деньги на ветер σκορπίζω λεφτά στόν ἀέρα; \бросать жребий ρίχνω κλήρο. -
12 лук
лук Iм (растение) τό κρομμύδι, τό κρόμμυον:связка \лука μιά ἀρμαθειά κρομμύδια.лук IIм (оружие) τό τόξο[ν], ἡ σαγίτ-τα:стрелять из \лука ἐκτοξεύω, σαϊτεύω. -
13 ракета
раке||та I ж ὁ πύραυλος, ἡ ρουκέτα:осветительная \ракета ἡ φωτοβολίδα, ὁ φωτιστικός πύραυλος· сигна́льная \ракета ἡ συνθηματική φωτοβολίδα· космическая \ракета ὁ κοσμικός πύραυλος· межконтинента́льная \ракета ὁ διηπειρωτικός πύραυλος· запускать \ракетату ἐκτοξεύω πύραυλο.ракета II Π, ракетка ж спорт. ἡ ρα-κέττα. -
14 стрела
стрел||аж1. τό βέλος, ἡ σαΐτα:пустить \стрелау́ ἐκτοξεύω βέλος, σαϊτεύω· промчаться \стрелао́й πετώ σάν ἀστραπή·2. тех.:подъемная \стрела, грузовая \стрела τό τόξο τοῦ γερανού, τό τόξο τοδ βαρούλκου. -
15 гром
-а α., γεν. πλθ. -овβροντή, μπουμπουνητό• κεραυνός. || θόρυβος, πάταγος•аплодисментов θύελλα χειρικροτημάτων.
εκφρ.(как) гром среди ясного неба – τελείως απροσδόκητα•как -ом пораженный, ошеломленный – κ.τ.τ. εμβρόντητος•метать -ы и молнии – εκτοξεύω (εξακοντίζω) μύδρους• απειλώ θεούς και δαίμονες•пока гром не грянет – οσο ακόμα είναι νωρίς, πριν ξεσπάσει η μπόρα. -
16 дошвырнуть
ρ.σ.μ.(απλ.) ρίχνω, εκτοξεύω, πετώ ως•дошвырнуть камень до воды ρίχνω την πέτρα ιος το νερό.
-
17 дошвырять
ρ.σ.μ.(απλ.) ρίχνω, εκτοξεύω όλα ως το τέλος. -
18 извергнуть
παρλθ. χρ. изверг, -ла, -ло; παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изверженный, βρ: -жен, -а, -о κ. извергнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.1. αναδίδω, βγάζω, εκπέμπω, εκτοξεύω, εξακοντίζω•вулкан изверг лаву το υφαίστειο έβγαλε λάβα.
|| μτφ. λέγω, εκφέρω, απευθύνω•извергнуть проклятия λέγω κατάρες.
2. αποβάλλω, διώχνω.βγαίνω, εκπέμπομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
19 обрушить
-шу, -шишьρ.σ.μ.1. γκρεμίζω, κατακρημνίζω, καραρρίπτω, κατεδαφίζω.2. μτφ. καταφέρω, επιφέρω, επιρρίπτω, ρίχνω, χύνω•обрушить удар на врага καταφέρω χτύπημα (πλήγμα) κατά του εχθρού•
обрушить угрозы на кого εκτοξεύω απειλές κατά κάποιου•
обрушить огонь на неприятеля ρίχνω καταιγιστικά πυρά στον εχθρό•
желчь χύνω χολή (πίκρα, κακία).
3. ξεφλουδίζω, μεταβάλλω σε άλφιτο (χόνδρους).1. γκρεμίζομαι, καταρρέω, πέφτω•кровля обрушилась η στέγη κατέρρευσε•
свод -лся ο θόλος έπεσε.
2. επιπίπτω, ρίχνομαι.3. μτφ. επιτίθεμαι, πέφτω•обрушить на врага επιτίθεμαι στον εχθρό•
обрушить с угрозами на кого επιτίθεμαι με απειλές κατά κάποιου.
-
20 перешвырнуть
-ну, -ншьρ.σ.μ.πετώ, ρίχνω, εκσφενδονίζω, εκτοξεύω.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εκτοξεύω — εκτοξεύω, εκτόξευσα βλ. πίν. 19 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εκτοξεύω — (Α ἐκτοξεύω) νεοελλ. 1. ρίχνω με ορμή, εκσφενδονίζω, εκτινάσσω 2. μτφ. (για δυσάρεστα λόγια) απευθύνω, εκστομίζω με θυμό («εκτόξευσε απειλές, κατηγορίες») αρχ. 1. ρίχνω βέλη με τόξο, τοξεύω 2. ρίχνω βέλη ώσπου να αδειάσει η φαρέτρα 3. μτφ.… … Dictionary of Greek
εκτοξεύω — εκτόξευσα, εκτοξεύτηκα, εκτοξευμένος, μτβ. 1. ρίχνω με τόξο. 2. ρίχνω με ορμή, εκσφενδονίζω, εξακοντίζω. 3. μτφ. (για δυσάρεστα λόγια), απευθύνω, ξεστομίζω: Εκτοξεύει απειλές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐκτοξευσάντων — ἐκτοξεύω shoot out aor part act masc/neut gen pl ἐκτοξεύω shoot out aor imperat act 3rd pl ἐκτοξεύω shoot out aor part act masc/neut gen pl ἐκτοξεύω shoot out aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτοξευόμενον — ἐκτοξεύω shoot out pres part mp masc acc sg ἐκτοξεύω shoot out pres part mp neut nom/voc/acc sg ἐκτοξεύω shoot out pres part mp masc acc sg ἐκτοξεύω shoot out pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτοξεύουσι — ἐκτοξεύω shoot out pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐκτοξεύω shoot out pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) ἐκτοξεύω shoot out pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐκτοξεύω shoot out pres ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτοξεύσαντα — ἐκτοξεύω shoot out aor part act neut nom/voc/acc pl ἐκτοξεύω shoot out aor part act masc acc sg ἐκτοξεύω shoot out aor part act neut nom/voc/acc pl ἐκτοξεύω shoot out aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτετοξευμένων — ἐκτοξεύω shoot out perf part mp fem gen pl ἐκτοξεύω shoot out perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτετοξεῦσθαι — ἐκτοξεύω shoot out perf inf mp ἐκτοξεύω shoot out perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτοξευθῇ — ἐκτοξεύω shoot out aor subj pass 3rd sg ἐκτοξεύω shoot out aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτοξευθέν — ἐκτοξεύω shoot out aor part pass neut nom/voc/acc sg ἐκτοξεύω shoot out aor part pass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)