εκτοξεύω

  • 41απακοντίζω — ἀπακοντίζω (Α) ρίχνω σαν ακόντιο, εκτοξεύω, εκσφενδονίζω, πετάω …

    Dictionary of Greek

  • 42απιάλλω — ἀπιάλλω (Α) αποφεύγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + ιάλλω «φεύγω, εκτοξεύω»] …

    Dictionary of Greek

  • 43αποκοτταβίζω — ἀποκοτταβίζω (Α) 1. εκτοξεύω ό,τι έχει απομείνει στο ποτήρι του κρασιού, παίζω κότταβο* 2. φτύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < από * + κοτταβίζω «παίζω τον κότταβο*, φτύνω»] …

    Dictionary of Greek

  • 44βάλλω — (AM βάλλω) 1. ρίχνω, εκσφενδονίζω («ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλέτω») 2. βάλλομαι δέχομαι βολές, εχθρικά πυρά 3. τοποθετώ, βάζω 4. φρ. «βάλλω φωνή(ν)» φωνάζω, κραυγάζω αρχ. μσν. «βάλλω είς voῡv», «...κατά νοῡν», «...εἰς λογισμόν» βάζω στον… …

    Dictionary of Greek

  • 45βάνω — (Μ βάνω) 1. (για το βλέμμα) ρίχνω, στρέφω 2. (για κτήριο) χτίζω 3. (για ενδύματα και όπλα) φορώ 4. φρ. «βάνω στον νου μου», «βάνει ο λογισμός» κ.λπ. σκέπτομαι, θυμάμαι νεοελλ. Ι. ενεργ. 1. ρίχνω κάτω, καταβάλλω 2. ρίχνω, εκτοξεύω 3. ρίχνω κάτι… …

    Dictionary of Greek

  • 46βαλλίζω — (Α) χοροπηδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο όρος βαλλίζω πλάστηκε στη Σικελία και τη Μεγάλη Ελλάδα έχει δε υποστηριχθεί ότι αποτελεί παρεκτεταμένη μορφή του βάλλω. Ο συσχετισμός του βαλλίζω με το αρχ. ινδ. balbalīti «στριφογυρίζει» είναι αβάσιμος. Στον Επίχαρμο και …

    Dictionary of Greek

  • 47βομβαρδίζω — 1. εκτοξεύω βόμβες από αεροπλάνο ή ρίχνω οβίδες με πυροβόλο 2. σφυροκοπώ κάτι με βόμβες 3. σφυροκοπώ συνεχώς κάποιον προφορικώς ή γραπτώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bombardare + (κατάλ.) ίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του… …

    Dictionary of Greek

  • 48εικοβολώ — εἰκοβολῶ ( έω) (Α) 1. μιλώ άσκοπα ή ασυλλόγιστα 2. εκτοξεύω βλήματα άστοχα …

    Dictionary of Greek

  • 49εκκρούω — (AM ἐκκρούω) εκβάλλω με κρούση, εξωθώ μσν. 1. χτυπώ 2. (για όργανο) παίζω αρχ. μσν. εκτοξεύω, εκσφενδονίζω αρχ. 1. φυγαδεύω 2. απωθώ, αποκρούω, νικώ 3. αποστερώ, αναγκάζω κάποιον να παραιτηθεί 4. αντικρούω 5. με αποδοκιμασία αναγκάζω ηθοποιό να… …

    Dictionary of Greek

  • 50εκπέμπω — (AM ἐκπέμπω) 1. αποστέλλω, εξαποστέλλω («εκπέμπω αποικία», «ἐκπέμπουσι συμπρεσβευτάς») 2. αναδίδω και διασκορπίζω στον χώρο («εκπέμπω λάμψη», «ἐκπέμπω σέλας, πνεῡμα ὑγρόν, δυσοσμίαν κ.λπ.») νεοελλ. 1. απελευθερώνω ηλεκτρόνια τα οποία κινούνται… …

    Dictionary of Greek