εκτοξεύω

  • 31ἐξετόξευσεν — ἐκτοξεύω shoot out aor ind act 3rd sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 32ἐκτοξευομένας — ἐκτοξευομένᾱς , ἐκτοξεύω shoot out pres part mp fem acc pl ἐκτοξευομένᾱς , ἐκτοξεύω shoot out pres part mp fem gen sg (doric aeolic) ἐκτοξευομένᾱς , ἐκτοξεύω shoot out pres part mp fem acc pl ἐκτοξευομένᾱς , ἐκτοξεύω shoot out pres part mp… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 33σκήπτω — Α 1. στηρίζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο 2. (με αιτ. πράγματος) χρησιμοποιώ κάτι ως πρόφαση, ως πρόσχημα («τὴν βίαν σκήψασ ἔχεις», Ευρ.) 3. εξακοντίζω, εκσφενδονίζω, εκτοξεύω («μήθ ὑπὲρ ἄστρων βέλος ἠλίθιον σκήψειεν», Αισχύλ.) 4. (για αρρώστια,… …

    Dictionary of Greek

  • 34ἐκτοξευθῆι — ἐκτοξευθῇ , ἐκτοξεύω shoot out aor subj pass 3rd sg ἐκτοξευθῇ , ἐκτοξεύω shoot out aor subj pass 3rd sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 35ἐκτοξεύσας — ἐκτοξεύσᾱς , ἐκτοξεύω shoot out aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ἐκτοξεύσᾱς , ἐκτοξεύω shoot out aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 36αναβλύζω — (Α ἀναβλύζω) (για υγρά) αναπηδώ ορμητικά, ξεπετάγομαι, ξεχύνομαι αρχ. εκτοξεύω, εξακοντίζω υγρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνὰ * + βλύζω. ΠΑΡ. ανάβλυση ( ις) νεοελλ. ανάβλυσμα] …

    Dictionary of Greek

  • 37ανακρούω — (Α ἀνακρούω) νεοελλ. 1. εκτελώ, παίζω «η φιλαρμονική ανέκρουσε τον Εθνικό Ύμνο» 2. φρ. «ανακρούω πρύμναν», υποχωρώ, αλλάζω γνώμη ή τακτική 3. (για ιστιοφόρο ή βάρκα) κινούμαι προς τα πίσω αρχ. 1. σπρώχνω προς τα πίσω 2. συγκρατώ, αναχαιτίζω… …

    Dictionary of Greek

  • 38αναρρίπτω — και χνω (AM ἀναρρίπτω) (Α ποιητ. ἀναρριπτέω) 1. ρίχνω κάτι προς τα επάνω 2. φρ. «ἀνερρίφθω ὁ κύβος» ας ληφθεί η απόφαση ας διακινδυνεύσουμε τα πάντα νεοελλ. 1. ρίχνω πέρα ή πίσω, ρίχνω για προφύλαξη αρχ. 1. εκτοξεύω 2. θέτω σε κίνηση, υποκινώ… …

    Dictionary of Greek

  • 39αντακοντίζω — ἀντακοντίζω (Α) εκτοξεύω κάτι εναντίον αντιπάλου …

    Dictionary of Greek

  • 40απαΐσσω — ἀπαΐσσω κ. ἀπᾴσσω (Α) [αΐσσω] 1. πηδώ από ψηλά 2. ορμώ, εκτινάσσομαι, απομακρύνομαι 3. εκτοξεύω …

    Dictionary of Greek