εκτοξεύω

  • 51εκτόξευση — η 1. η ενέργεια τού εκτοξεύω, βολή με τόξο 2. εκσφενδόνιση, εξακόντιση, εκτίναξη («εκτόξευση νερού») …

    Dictionary of Greek

  • 52ενακοντίζω — ἐνακοντίζω (Α) εκτοξεύω βλήμα, πέτρα κ.λπ. εναντίον κάποιου …

    Dictionary of Greek

  • 53επιφέρω — (AM ἐπιφέρω) νεοελλ. 1. επενεργώ, επιδρώ για δεύτερη φορά («θα επιφέρουμε τροποποιήσεις στο νομοσχέδιο») 2. αναφέρω συμπληρωματικά, επιλέγω, προσθέτω («επιφέρει παραδείγματα που ενισχύουν τους ισχυρισμούς του») 3. (για επιστολή) μεταφέρω… …

    Dictionary of Greek

  • 54ετερόσσυτος — ἑτερόσσυτος, ον (Α) αυτός που εκτοξεύεται από άλλο μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + συτος (< σεύω «εκτοξεύω»), πρβλ. ανά σσυτος] …

    Dictionary of Greek

  • 55θεόσσυτος — και θεόσυτος, ον (Α) ο θεόσταλτος («θεόσσυτον χειμῶνα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + (σ)συτος (< σεύομαι «ορμώ, εκτοξεύω»), πρβλ. ανά σσυτος, επί σσυτος] …

    Dictionary of Greek

  • 56ιάλλω — ἰάλλω, αττ. τ. ἱάλλω (Α) 1. ρίχνω, εκτοξεύω, εκσφενδονίζω («ὀϊστὸν ἀπὸ νευρῆφιν ἴαλλεν», Ομ. Ιλ.) 2. στέλνω, εξαποστέλλω («κἀπὶ Δωδώνης... θεοπρόπους ἴαλλεν», Αισχύλ.) 3. βρίσκω 4. φεύγω, τρέχω ή πετώ 5. φρ. α) «περὶ χερσὶ δὲ δεσμόν ἴηλα» έβαλα… …

    Dictionary of Greek

  • 57καταπειλώ — καταπειλῶ, έω (AM) (επιτ. τ. τού απειλώ) μσν. μέσ. καταπειλοῡμαι, έομαι απειλώ, φοβερίζω κάποιον με κάτι αρχ. εκτοξεύω απειλές, ξεστομίζω απειλητικά λόγια εναντίον κάποιου («πολλὰ ἔπη κατηπείλησαν», Σοφ.) …

    Dictionary of Greek

  • 58κατεξερώ — κατεξερῶ, άω (Α) 1. κάνω εμετό πάνω σε κάποιον («μὴ κατεξέρα αὐτῶν τὸ σαυτοῡ φλέγμα», Αρρ.) 2. (κυριολ. και μτφ.) απευθύνω, εκτοξεύω κάτι εναντίον κάποιου («σχόλιά τινος κατεξερᾱν», Αρρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐξ ερώ «ξερνώ, κάνω εμετό»] …

    Dictionary of Greek

  • 59κοκκεύγω — (Μ) εκτοξεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κοκκεύω (< κόκκα «βέλος»), με ανάπτυξη άλογου ερρίνου (πρβλ. βασιλ εύγω)] …

    Dictionary of Greek

  • 60λαβρόσυτος — λαβρόσυτος, ον (Α) αυτός που ορμά με μανία, με θυελλώδη ταχύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάβρος + συτος (< σεύομαι «ορμώ, εκτοξεύω»), πρβλ. θεό συτος] …

    Dictionary of Greek