εκλέγω
1ἐκλέγω — pick pres subj act 1st sg ἐκλέγω pick pres ind act 1st sg …
2εκλέγω — εκλέγω, εξέλεξα βλ. πίν. 139 …
3εκλέγω — (I) (AM ἐκλέγω) Ι. 1. διαλέγω, ξεχωρίζω 2. αναδεικνύω κάποιον σε αξίωμα με εκλογή, με ψηφοφορία 3. μαζεύω, συλλέγω 4. (για τον θεό) διαλέγω και προορίζω αρχ. μσν. (για φόρους) εισπράττω αρχ. 1. αποσπώ, αφαιρώ 2. δηλώνω, κοινοποιώ 3. (μτχ. παθ.… …
4εκλέγω — έκλεξα, εκλέχτηκα, εκλεγμένος, η, ο, μτβ. 1. ξεχωρίζω από πολλά ένα ή περισσότερα ως καλύτερα, προτιμώ, διαλέγω. 2. με την ψήφο μου σε εκλογές δείχνω την προτίμησή μου για έναν υποψήφιο ή για ένα πολιτικό κόμμα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ἐκλέγεσθε — ἐκλέγω pick pres imperat mp 2nd pl ἐκλέγω pick pres ind mp 2nd pl ἐκλέγω pick imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …
6ἐκλέγετε — ἐκλέγω pick pres imperat act 2nd pl ἐκλέγω pick pres ind act 2nd pl ἐκλέγω pick imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …
7ἐκλέγῃ — ἐκλέγω pick pres subj mp 2nd sg ἐκλέγω pick pres ind mp 2nd sg ἐκλέγω pick pres subj act 3rd sg …
8ἐξειλεγμένα — ἐκλέγω pick perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐξειλεγμένᾱ , ἐκλέγω pick perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐξειλεγμένᾱ , ἐκλέγω pick perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …
9ἐκλεγομένων — ἐκλέγω pick pres part mp fem gen pl ἐκλέγω pick pres part mp masc/neut gen pl …
10ἐκλεγόμεθα — ἐκλέγω pick pres ind mp 1st pl ἐκλέγω pick imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …