ειρηνικά

  • 1εἰρηνικά — εἰρηνικός of neut nom/voc/acc pl εἰρηνικά̱ , εἰρηνικός of fem nom/voc/acc dual εἰρηνικά̱ , εἰρηνικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2εἰρηνικάς — εἰρηνικά̱ς , εἰρηνικός of fem acc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3ειρηνικός — ή, ό (AM εἰρηνικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ειρήνη («ειρηνική περίοδος», «ειρηνικός βίος», «ειρηνικά έργα», «... εἰρηνικὰ τὰ τέλη τῆς ζωῆς ἡμῶν») 2. όποιος συντελεί στην ειρήνη ή στην ειρήνευση («ειρηνικές προσπάθειες») 3.… …

    Dictionary of Greek

  • 4Ιουστινιανός — Όνομα δύο αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. I. A’ (483 – 565). Βυζαντινός αυτοκράτορας (527 565). Ήταν ανιψιός και διάδοχος του αυτοκράτορα Ιουστίνου, ο οποίος φρόντισε για τη μόρφωσή του. Ο Ιουστίνος έδωσε στον Ι. το ανώτατο αξίωμα του υπάτου και… …

    Dictionary of Greek

  • 5Φρειδερίκος — I Όνομα δουκών, πριγκίπων και εκλεκτόρων. 1. Φ. B’ ο Μαχητής. Δούκας της Αυστρίας (1236 46). Διαδέχτηκε στην εξουσία τον πατέρα του Λεοπόλδο ΣΤ’ τον Ένδοξο και, εξαιτίας της αυταρχικότητας και του φιλοπόλεμου χαρακτήρα του, ήρθε πολλές φορές σε… …

    Dictionary of Greek

  • 6Ektenia — (from el. ἐκτένεια ekténeia ; literally, diligence ), often called simply Litany, is a prayerful petition in the Eastern Orthodox liturgy. The prevalent ecclesiastical word for this kind of litany in Greek is Συναπτή Synaptê , Ektenia being the… …

    Wikipedia

  • 7Ектения — Диакон, читая ектению, держит в вытянутой правой руке орарь и после каждого прошения осеняет себя …

    Википедия

  • 8PACIFICAE Literae — in concilio Eliberitano A. C. 305. C. 81. Ne feminae suô potius, absque maritorum nominibus, Laicis scribere audeant, qui fideles sunt, vel literas alicuius pacificas ad suum solum nomen scriptas accipiant: videntur appellatae generatim omnes… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 9Αιολίς — Ονομασία διαφόρων περιοχών της αρχαιότητας που κατοικήθηκαν από τους Αιολείς. 1. Το βορειοδυτικό τμήμα της Μικράς Ασίας μαζί με τα νησιά Λέσβο και Τένεδο. Στην περίοδο της ακμής της, εκτεινόταν από την Προποντίδα και τη χερσόνησο της Κυζίκου στα… …

    Dictionary of Greek

  • 10Ναβαταίοι — Λαός αραβικής καταγωγής, που κατοικούσε στην Πετραία Αραβία. Κατοικούσαν αρχικά στις όχθες του Ευφράτη. Από τον 8o αι. π.Χ. άρχισαν να κατεβαίνουν στον νότο, όπου εγκαταστάθηκαν στην περιοχή ανάμεσα στη Νεκρά θάλασσα και στον Αϊλανιτικό κόλπο.… …

    Dictionary of Greek