Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

είπες

  • 1 как

    επίρ., μόριο κ. σύνδ.
    I.
    επίρ.
    1. ερωτηματικό• πως, με ποιόν τρόπο•

    как вы нашли нас в овраге? πως μας βρήκατε στη χαράδρα;-это случилось? πως συνέβηκε αυτό;•

    как он работает? πως δουλεύει αυτός; || αδύνατο•

    как он не даст? πως αυτός δε θα δόσει;είναι αδύνατο αυτός να μη δόσει.

    2. (σημαίνει ποιότητα ενέργειας ή κατάστασης) πως•

    как поживаете? πως περνάτε; (ζήτε;)• как ваше здоровье? πως έχει η υγεία σας; πως είστε; || ποιος, ποια, ποιο•

    как ваше имя? ποιο είναι το όνομα σας; πως σας λένε.

    3. πόσο, τι, πάρα πολύ•

    как давно мы не встретились πόσο καιρό έχομε να συναντηθούμε•

    как он глуп! τι ανόητος!•

    ах! как я несчастлив! αχ! πόσο (τι) δυστυχής είμαι!•

    как я рад! πόσο χαίρομαι! τι χαρά που έχω! || πάρα πολύ•

    он страх как любопытен είναι εξαιρετικά (φοβερά) περίεργος•

    отец его ужас - ругался ο πατέρας του τον μάλωσε γερά.

    4. όταν, πότε.
    5. κάπως, κατά κάποιον τρόπο• οπωσδήποτε.
    II.
    μόριο
    1. (σημαίνει θαυμασμό, αγανάκτηση κ.τ.τ.) πως!
    2. (ερωτηματικό) τι; πως; τι είπες; -? спросил отец πώς; ρώτηοε ο πατέρας.
    III.
    (σύνδεσμος υποτακτικός).
    1. τροπικός• όπως. || τέτοιος, όποιος, ο ίδιος. || όσο. || παλ. επειδή.
    2. σύνδεσμος συγκριτικός• όπως, σαν, καθώς• ακριβώς•

    сидеть как на иголках κάθομαι σαν στα βελόνια ή στ αγκάθια•

    белый как снег άσπρος σαν το χιόνι•

    как прежде όπως πριν.

    || - будто, - бы, - будто бы, σαν να, σάμπως, φαίνεται σαν. || έτσι, έτσι ακριβώς.
    3. (σύνδεσμος χρονικός) όταν, μόλις, που. || тогда как ενώ•

    в то время как στο μεταξύ•

    как только ευθύς μόλις;•

    перед тем как λίγο πριν να•

    задолго до того -... πολύ πριν να... как вдруг όλως ξαφνικά;•

    всякий раз как, каждый раз как κάθε φορά που•

    с тех поркак αφότου, από τότε που

    4. (σύνδεσμος αιτιολογικός) επειδή, αφού, λόγω του ότι, καθόσον, καθότι, γιατί.
    5. (σύνδεσμος υποθετικός)• αν, εάν•

    а что, как женюсь на ней? και τι, αν εγώ παντρευτώ αυτήν; || εισαγωγικό δημοτικών τραγουδιών να, και, πως.

    || (με αρνητικό μόριο не) αν όχι, εκτός•

    с кого же тянуть (деньги) - не с вас? από ποιόν άλλον θα πάρω χρήματα, αν όχι από σας; || μόνο, παρά.

    || πως ότι•

    они не заметили как он вошёл αυτοί δεν αντιλήφτηκαν ότι αυτός μπήκε μέσα.

    εκφρ.
    как бы не – πως να μην•
    как бы ни... – όσο και να... как бы то ни было εν πάση περιπτί1-σει, όπως και να είναι, ό,τι και να συμβεί•
    как же – βέβαια, αναμφίβολα, ασφαλώς•
    как естьαπλ. εντελώς, το ίδιο όπως... как когда ή когда как εξαρτάται•
    смотря как – εξαρτάται πως..., κστά τις περιστάσεις, όπως έρθουν τα πράγματα•
    как кому ή кому как – κατά τον άνθρωπο•
    смотря кому – εξαρτάται κατά τον άνθρωπο•
    как можно – όσο το δυνατό•
    как бы не так! – πως όχι!•
    как нельзя – όσο δεν παίρνει•
    как нельзя лучше – όσο δεν παίρνει καλύτερα•
    как можно больше – όσο το δυνατό περισσότερο•
    как ни – αν και• --никак τέλος πάντων, τελικά, επιτέλους•
    как раз – α) ακριβώς, στο μπόντο, ίσια-ίσια. β) παλ. μεμιάς, μονομιάς, στη στιγμή, αμέσως•
    как скороπαλ. α) μόλις, ευθύς ως, παρ ευθύς, αμέσως, β) και μόνο αν, φτάνει μονάχα• -| так? πως έτσι;•
    как мне быть? – τι να κάνω; -..., так и... τόσο..., όσο... как жаль! (жалко!), τι κρίμα!•
    как например – όπως παραδείγματος, χάρη, όπως λόγου χάρη•
    как известно – όπως είναι γνωστό•
    как же так? – πως λοιπόν;•
    как знать? – πως να μάθω; ποιος ξέρει;•
    едва..., едва только..., только что... как – μόλις... και να, αυτή τη στι,γμή•
    так - – επειδή, γιατί• --нибудь με ένα οποιονδήποτε τρόπο, οπωσδήποτε•
    как попало – όπως τύχει, όπως λάχει, όπως-όπως.

    Большой русско-греческий словарь > как

  • 2 сказать

    окажу, скажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сказанный, βρ: -зан, -а, -о
    ρ.σ.
    1. βλ. говорить.
    2. παλ. διηγούμαι.
    3. ανακοινώνω, γνωστοποιώ (απόφαση, διαταγή).
    4. скажем ως παρνθ. λ. να πούμε, παραδείγματος χάρη.
    5. προστκ. скажи(те) πες, πέστε (για αγανάκτηση, θαυμασμό κ.τ.τ.). || скажешь! είπες (καισύ) ! (περ ιφρονητ ικά στον συνομιλητή).
    εκφρ.
    как сказать – (για) να πούμε• κατά κάποιον τρόπο•
    лучше, вернее, проще, точнее сказать – για να πω καλύτερα, σωστότερα, πιο απλά, ακριβέστερα•
    можно сказать – (παρνθ. λ.) μπορώ να πω•
    нечего сказать – δε μπορώ να πω τίποτε (να επικρίνω)•
    ничего не -жешь – είναι άψογο, συμφωνώ ότι είναι καλό, σωστό•
    -ите на милость ή пожалуйстаβλ. 5 σημ. чтобы не сказать... για να μην πω... (κάτι χειρότερο, βαρύτερο).
    1. βλ. говориться.
    2. εκδηλώνομαι, φαίνομαι, φανερώνομαι. || επιδρώ, επιρεάζω.
    3. λέγω, ανακοινώνω, γνωστοποιώ.
    4. πάνω, προσποιούμαι•

    сказать больным κάνω τον άρρωστο.

    Большой русско-греческий словарь > сказать

См. также в других словарях:

  • εἶπες — εἶπον said aor ind act 2nd sg εἶπον said aor ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειώμα — το [λειώνω] 1. η πολτοποίηση με σύνθλιψη 2. συνεκδ. το πολτοποιημένο σώμα 3. το τελείως τριμμένο, φθαρμένο αντικείμενο 4. φρ. α) «έγινα λειώμα στο μεθύσι» μέθυσα πολύ, έγινα τύφλα στο μεθύσι β) «τώρα μ έκανες λειώμα» είπες κάτι και μέ ντρόπιασες… …   Dictionary of Greek

  • Tsakonisch — Zweisprachiges Schild (Tsakonisch Griechisch) in Leonidi …   Deutsch Wikipedia

  • Tsakonische Sprache — Zweisprachiges Schild (Tsakonisch Griechisch) in Leonidi Ethnografische Karte der Peloponnes (Alfred Philippson) …   Deutsch Wikipedia

  • Dialecte homérique — Langue homérique Histoire de la langue grecque (voir aussi : alphabet grec) Proto grec (vers 2000 av. J. C.) Mycénien (vers 1600–1100 av. J. C.) Grec ancien (vers 800–300 av. J. C.) Dialectes : éolien, arcado cypriote, Ionien attique …   Wikipédia en Français

  • Homere — Homère Pour les articles homonymes, voir Homère (homonymie). Homère …   Wikipédia en Français

  • Homère — Pour les articles homonymes, voir Homère (homonymie). Homère …   Wikipédia en Français

  • Homèrique — Homère Pour les articles homonymes, voir Homère (homonymie). Homère …   Wikipédia en Français

  • Langue Homérique — Histoire de la langue grecque (voir aussi : alphabet grec) Proto grec (vers 2000 av. J. C.) Mycénien (vers 1600–1100 av. J. C.) Grec ancien (vers 800–300 av. J. C.) Dialectes : éolien, arcado cypriote, Ionien attique …   Wikipédia en Français

  • Langue homerique — Langue homérique Histoire de la langue grecque (voir aussi : alphabet grec) Proto grec (vers 2000 av. J. C.) Mycénien (vers 1600–1100 av. J. C.) Grec ancien (vers 800–300 av. J. C.) Dialectes : éolien, arcado cypriote, Ionien attique …   Wikipédia en Français

  • Langue homérique — Histoire de la langue grecque (voir aussi : alphabet grec) Proto grec (vers 2000 av. J. C.) Mycénien (vers 1600 1100 av. J. C.) Grec ancien (vers 800 300 av. J. C.) Dialectes : éolien  …   Wikipédia en Français

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»