δρόσοι

  • 1Δρόσοι — Ημιορεινός, εποχικά κατοικούμενος οικισμός (υψόμ. 400 μ.) στην πρώην επαρχία Καινούργιου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ρουβά …

    Dictionary of Greek

  • 2δρόσοι — δρόσος dew fem nom/voc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3καταψεκάζω — (AM, Α αττ. τ. καταψακάζω) ραντίζω με ψιχάλες, με συνεχή αραιή βροχή, καταβρέχω («δρόσοι κατεψάκαζον», Αισχύλ.) …

    Dictionary of Greek

  • 4οβρίκαλα — ὀβρίκαλα και ποιητ. τ. ὄβρια, τὰ (Α) νεογνά ζώων, ιδίως άγριων («λεόντων πάντων τ ἀγρονόμων φιλομάστοις θηρῶν ὀβρικάλοισι», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. οβρίκαλα μαρτυρείται στον Αισχύλο στη δοτ. τού πληθ. ὀβρικάλοισι (και ὀβρίχοισι) …

    Dictionary of Greek

  • 5υδροβόλος — ον, Α αυτός που ρίχνει νερό («ὑδροβόλοι δρόσοι», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. πυρο βόλος] …

    Dictionary of Greek

  • 6deru-, dō̆ ru-, dr(e)u-, drou-; dreu̯ǝ- : drū- —     deru , dō̆ ru , dr(e)u , drou ; dreu̯ǝ : drū     English meaning: tree     Deutsche Übersetzung: “Baum”, probably originally and actually “Eiche”     Note: see to the precise definition Osthoff Par. I 169 f., Hoops Waldb. 117 f.; in addition… …

    Proto-Indo-European etymological dictionary