δροσίζω
1δροσίζω — bedew pres subj act 1st sg δροσίζω bedew pres ind act 1st sg …
2δροσίζω — δροσίζω, δρόσισα βλ. πίν. 33 (και ως απρόσ. δροσίζει) …
3δροσίζω — (AM δροσίζω) [δρόσος] 1. ραντίζω με σταγόνες δροσιάς, νοτίζω 2. κάνω κάτι δροσερό 3. προσφέρω ικανοποίηση, απόλαυση 4. γίνομαι δροσερός, ψυχραίνω («δρόσισε ο καιρός») μσν. 1. ανακουφίζω 2. κατευνάζω 3. ευνοώ 4. φωτίζω 5. (για τον θεό) ευλογώ 6.… …
4δροσίζω — δρόσισα, δροσίστηκα, δροσισμένος 1. ραντίζω με δροσιά, με δροσερό νερό, κρυώνω κάτι: Έριξα λίγο νερό στο πρόσωπό μου να το δροσίσω. 2. αμτβ., γίνομαι δροσερός: Θα βγούμε μόλις δροσίσει …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5δεδροσισμένα — δροσίζω bedew perf part mp neut nom/voc/acc pl δεδροσισμένᾱ , δροσίζω bedew perf part mp fem nom/voc/acc dual δεδροσισμένᾱ , δροσίζω bedew perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …
6δροσίζεσθε — δροσίζω bedew pres imperat mp 2nd pl δροσίζω bedew pres ind mp 2nd pl δροσίζω bedew imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …
7δροσίσω — δροσίζω bedew aor subj act 1st sg δροσίζω bedew fut ind act 1st sg δροσίζω bedew aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …
8δροσίσῃ — δροσίζω bedew aor subj mid 2nd sg δροσίζω bedew aor subj act 3rd sg δροσίζω bedew fut ind mid 2nd sg …
9δεδροσισμένων — δροσίζω bedew perf part mp fem gen pl δροσίζω bedew perf part mp masc/neut gen pl …
10δροσιζόμεθα — δροσίζω bedew pres ind mp 1st pl δροσίζω bedew imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …