διὰ πασῶν
1πας — (I) πάσα, παν / πᾱς, πᾱσα, πᾱν, αιολ. τ. αρσ. παῑς, θηλ. παῑσα, αρκαδ. τ. θηλ. πάνσα, λακων. τ. θηλ. πἆἁ, ΝΜΑ (αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. στον εν. α) γεν. παντός, πάσης, παντός. β) δοτ. παντί, πάση, παντί γ) (αιτ.) πάντα, πᾱσαν, πᾱν, αρσ. και πᾱν 2.… …
2διεξέρχομαι — (AM διεξέρχομαι) [εξέρχομαι] 1. διαβαίνω, περνώ ανάμεσα 2. (για βιβλία, έγγραφα κ.λπ.) μελετώ απ την αρχή ώς το τέλος 3. διαπραγματεύομαι ένα θέμα με κάθε λεπτομέρεια μσν. υποστηρίζω αρχ. 1. υπομένω πόνους 2. (με την προθ. δια) α) περνώ διαδοχικά …
3κατακορής — κατακορής, ές (Α) 1. υπερπλήρης, κορεσμένος («κατακορὴς οἴνῳ», Φρύν.) 2. (για διάλυμα) ισχυρός («κατακορές φάρμακον», Ιπποκρ.) 3. (για χρώματα) βαθύς («χρῶμα ὅμοιον ρόδῳ κατακορεῑ», Θεόφρ.) 4. (για αρμονία) τέλειος («κατακορεστάτη συμφωνία ἡ διὰ… …
4диапазон — совокупность звуков (голоса, музыкального инструмента); объем, охват , стар. диапасон октава , в эпоху Петра I; см. Смирнов 109. Заимств. через франц. diapason из лат. diapasōn от греч. διὰ πασῶν (χορ?ῶν) через все (струны) ; см. Горяев, ЭС 446 …
5Diapason — Latein diapason, in alt Griechisch διαπασων, aus διά + πασων (χορδων) ‘durch alle (Noten)’. ist ursprünglich der griechische Name für die Oktave. Weil die Oktave durch die Verkürzung der Saiten oder Rohrlängen entsteht, wandten die Franzosen das… …
6Oktave — Diatonische Intervalle Prime Sekunde Terz Quarte Quinte Sexte Septime Oktave None Dezime Undezime Duodezime Tredezime Halbton/Ganzton Besondere Intervalle …
7диапазон — (иноск.) размер, степень (намек на диапазон весь объем голоса от низшего до высшего звука) Ср. Дела общества плохи, но они еще не дошли до того трагического диапазона, чтоб прибегать к этому утонченному виду самоубийства... Данилевский. Девятый… …
8Диапазон — Діапазонъ (иноск.) размѣръ, степень (намекъ на діапазонъ весь объемъ голоса отъ низшаго до высшаго звука). Ср. Дѣла общества плохи, но они еще не дошли до того трагическаго діапазона, чтобъ прибѣгать къ этому утонченному виду самоубійства...… …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
9διαπασών — Αναλλοίωτος ήχος, που χρησιμεύει για τη σωστή τονοδότηση των μουσικών οργάνων. Η συχνότητά του καθορίστηκε από την Ακαδημία του Παρισιού, έτσι ώστε να δίνει τον φθόγγο σε Λα3 με 435 διπλές παλμικές κινήσεις ανά δευτερόλεπτο. Αργότερα, και ύστερα… …
10δις — (I) (AM δίς) επίρρ. δύο φορές αρχ. 1. (με το τόσος ή αριθμητ.) διπλάσιος, δύο φορές τόσος, άλλος τόσος («ἀρ ἔστι ταῡτα δὶς τόσ ἐξ ἁπλῶν κακά», Σοφ. Αίας) 2. φρ. α. «ἐς δὶς» δύο φορές β. «δὶς διὰ πασῶν» είδος αρμονίας στη μουσική. [ΕΤΥΜΟΛ.… …
- 1
- 2