διασκορπίζομαι

  • 1διασκορπίζομαι — διασκορπίζομαι, διασκορπίστηκα, διασκορπισμένος βλ. πίν. 34 …

    Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • 2συνεκδιαφορούμαι — έομαι, Α διασκορπίζομαι συγχρόνως ή επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκδιαφοροῦμαι «τεντώνομαι, διασκορπίζομαι»] …

    Dictionary of Greek

  • 3αμφιχέω — ἀμφιχέω (Α) Ι. ενεργ. περιχύνω, περιβάλλω παθ. 1. χύνομαι, διασκορπίζομαι παντού 2. (για πρόσωπα) περιπτύσσομαι, πέφτω στην αγκαλιά κάποιου, αγκαλιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + χέω. ΠΑΡ. αρχ. ἀμφίχυτος] …

    Dictionary of Greek

  • 4ανακίδναμαι — ἀνακίδναμαι (Α) σκορπίζομαι, υψώνομαι προς τα επάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κίδναμαι «εξαπλώνομαι, διασκορπίζομαι», παθητ. τού άχρηστου κίδνημι, ποιητ. αντί σκεδάννυμαι] …

    Dictionary of Greek

  • 5αποκίδναμαι — ἀποκίδναμαι (Α) [κίδναμαι] παθ. διασκορπίζομαι …

    Dictionary of Greek

  • 6αποσκίδναμαι — ἀποσκίδναμαι κ. κίδναμαι (Α) [σκίδνημι] διασκορπίζομαι …

    Dictionary of Greek

  • 7αποχέω — ἀποχέω (Α) Ι. 1. εκχέω, χύνω έξω, σκορπίζω II. ( ομαι) 1. διασκορπίζομαι χάμω 2. (για στάχια) ξεπροβάλλω, ξεπετιέμαι …

    Dictionary of Greek

  • 8διακλέπτω — (Α) 1. κλέβω κατά διάφορα χρονικά διαστήματα, κλέβω κάθε τόσο 2. συγκαλύπτω 3. αποτρέπω κάποιο κακό 4. (για διάστημα χρόνου) αδρανώ, απρακτώ 5. ( ομαι) (για στρατιώτες) διασκορπίζομαι, λιποτακτώ …

    Dictionary of Greek

  • 9διαρρέω — (AM διαρρέω) 1. ρέω κατά μήκος ή διά μέσου 2. (για δοχεία, σκεύη κ.λπ.) δεν έχω στεγανότητα 3. (για χρόνο) παρέρχομαι, περνώ σιγά σιγά 4. ξεγλιστρώ, διαφεύγω απαρατήρητος αρχ. μσν. εξαφανίζομαι, διασκορπίζομαι αρχ. 1. (για φήμη) α) θεωρούμαι… …

    Dictionary of Greek

  • 10διατρέω — (Α) [τρέω] 1. διασκορπίζομαι 2. τρέπομαι έντρομος σε φυγή …

    Dictionary of Greek