διαπραξάμενος
1διαπραξάμενος — διαπράσσω pass over aor part mid masc nom sg διαπράσσω pass over aor part mid masc nom sg διαπρᾱξάμενος , διαπράσσω pass over aor part mid masc nom sg …
2προσνέμω — Α [νέμω] 1. αφιερώνω σε κάποιον κάτι («τοὺς δὲ γυμνικούς, κατὰ τὸ πρέπον προσνέμοντας τοῑς θεοῑς», Πλάτ.) 2. προσθέτω 3. (σχετικά με τμήματα γης) προσαρτώ («καὶ τὴν τῶν Μεγαρέων πόλιν διαπραξάμενος προσένειμε τοῑς Ἀχαιοῑς», Πολ.) 4. (για βοσκό)… …