διαλεκτικός
1διαλεκτικός — conversational masc nom sg …
2διαλεκτικός — ή, ό (AM διαλεκτικός, ή, όν) [διάλεκτος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διαλεκτική 2. ο έμπειρος, ο ικανός στη διαλεκτική, ο επιδέξιος συνομιλητής 3. αυτός που ακολουθεί στη φιλοσοφία τη διαλεκτική μέθοδο, ο οπαδός τής διαλεκτικής 4. αυτός… …
3διαλεκτικός — ή, ό 1. ο ικανός συζητητής, αυτός που διαθέτει το χαρακτηριστικό της διαλεκτικής ή αναφέρεται σ’ αυτήν: Μ’ αρέσει να συζητώ με τον πατέρα μου, γιατί είναι άνθρωπος διαλεκτικός. 2. αυτός που έχει σχέση με κάποια διάλεκτο, ιδιωματικός: Τα… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4διαλεκτικά — διαλεκτικός conversational neut nom/voc/acc pl διαλεκτικά̱ , διαλεκτικός conversational fem nom/voc/acc dual διαλεκτικά̱ , διαλεκτικός conversational fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5διαλεκτικώτερον — διαλεκτικός conversational adverbial comp διαλεκτικός conversational masc acc comp sg διαλεκτικός conversational neut nom/voc/acc comp sg …
6διαλεκτικῶν — διαλεκτικός conversational fem gen pl διαλεκτικός conversational masc/neut gen pl …
7διαλεκτικόν — διαλεκτικός conversational masc acc sg διαλεκτικός conversational neut nom/voc/acc sg …
8διαλεκτικώτατα — διαλεκτικός conversational adverbial superl διαλεκτικός conversational neut nom/voc/acc superl pl …
9διαλεκτικώτατον — διαλεκτικός conversational masc acc superl sg διαλεκτικός conversational neut nom/voc/acc superl sg …
10διαλεκτικαῖς — διαλεκτικός conversational fem dat pl …