-
1 процедурный
επ.της διαδικασίας•-ые правила κανόνες διαδικασίας.
ουσ. -ая θ. θάλαμος θεραπείας. -
2 процессуальный
юр. δικονομικός, της δικαστικής διαδικασίας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > процессуальный
-
3 разработка
1. (проектно-конструктор-ская работа) η μελέτη, η εκπόνησηизыскательная - ερευνητική -, η έρευναконструкторская - η σχεδίαση, η μηχανολογική- технологического процесса - της τεχνολογικής διαδικασίας, τεχνολογική -2. (месторождений полезных ископаемых) горн. η εξόρυξη/εκμετάλλευση κοιτάσματοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > разработка
-
4 себестоимость
το κόστ/οςштучная - ανά τεμάχιο/μονάδαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > себестоимость
-
5 процедурнаный
процедурна||ныйприл1. δικονομικός, τής διαδικασίας·2. мед.:\процедурнаныйный кабинет то́ δωμάτιο θεραπείας. -
6 процессуальный
процессуальныйприл юр. δικονομικός, τής διαδικασίας:\процессуальный кодекс ὁ δικονομικός κώδιξ. -
7 процедурный
[πρατσυντούρνυϊ] εκ. της διαδικασίας -
8 процессуальный
[πρατσεσσουάλ'νυΐ] εκ. (νομ.) δικονομικός, της διαδικασίας -
9 cluster point process
= cluster processFrench\ \ processus ponctuel en grappesGerman\ \ Cluster(punkt)prozeßDutch\ \ geclusterd puntprocesItalian\ \ processo a grappoloSpanish\ \ proceso del racimoCatalan\ \ clúster (punt) procés dePortuguese\ \ processo (pontual) de conglomeradosRomanian\ \ cluster (punct) procesul deDanish\ \ klynge (punkt) procesNorwegian\ \ klynge (punkt) prosessSwedish\ \ kluster (punkt) processGreek\ \ συμπλέγματος (σημείο) της διαδικασίαςFinnish\ \ kasautumispisteprosessiHungarian\ \ klaszter (pont) folyamatTurkish\ \ küme (nokta) süreci (prosesi)Estonian\ \ klasterprotsessLithuanian\ \ lizdo taškų procesasSlovenian\ \ grozda (točka) procesPolish\ \ proces zespołowy (punktowy)Russian\ \ процесс нахождения предельного кластера точки; точка накопленияUkrainian\ \ точковий процесSerbian\ \ кластера (тачка) процесаIcelandic\ \ þyrping (liður) aðferðEuskara\ \ kluster (puntu) prozesuFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ خوشه (نقطه) فرایندArabic\ \ عملية عنقوديةAfrikaans\ \ trosvormige puntprosesChinese\ \ 聚 点 过 程Korean\ \ 군집(점)과정, 집락(점)과정 -
10 counting process methods
French\ \ méthodes de processus de comptage; méthodes de processus de dénombrementGerman\ \ Zählprozeß-MethodenDutch\ \ telproces methodenItalian\ \ metodi di processo di conteggioSpanish\ \ métodos del proceso de cuentaCatalan\ \ mètodes de processos comptadorsPortuguese\ \ métodos de processos de contagemRomanian\ \ -Danish\ \ tælleprocesmetoderNorwegian\ \ teller prosessen metoderSwedish\ \ räkna processmetoderGreek\ \ μετρώντας μέθοδοι διαδικασίαςFinnish\ \ laskentaprosessimenetelmätHungarian\ \ számlálás folyamatát módszerekTurkish\ \ sayma süreci metotlarıEstonian\ \ -Lithuanian\ \ -Slovenian\ \ štetje procesnih metodPolish\ \ -Russian\ \ методы считающего процессаUkrainian\ \ методи обчислювального процесуSerbian\ \ -Icelandic\ \ telja ferli aðferðirEuskara\ \ prozesu metodo zenbatzenFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ طرق عملية الحسابAfrikaans\ \ telprosesmetodesChinese\ \ -Korean\ \ 셈[계수]과정방법 -
11 step-down procedure
French\ \ -German\ \ -Dutch\ \ stap omlaag-procedure; stap omlaag-procedure van RayItalian\ \ -Spanish\ \ -Catalan\ \ -Portuguese\ \ procedimento descendenteRomanian\ \ -Danish\ \ -Norwegian\ \ -Swedish\ \ steg-förfarande förGreek\ \ βήμα προς τα κάτω διαδικασίαςFinnish\ \ alaspäin askeltava proseduuriHungarian\ \ lefelé lépegetõ eljárásTurkish\ \ inme işlemiEstonian\ \ sammuviisiline muutujate elimineerimineLithuanian\ \ žingsnio žemyn eigaSlovenian\ \ -Polish\ \ procedura zmniejszających się krokówRussian\ \ процедура пониженияUkrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ skref niður málsmeðferðEuskara\ \ -Farsi\ \ -Persian-Farsi\ \ روش گامبهپسArabic\ \ طريقة تنازلية الخطوات، طريقة النزولAfrikaans\ \ afwaartsestap-prosedure (Ray)Chinese\ \ 步 长 向 下 程 序 ; 遂 步 减 少 法Korean\ \ 하향 단계 방법 -
12 temporally homogeneous process
French\ \ processus homogène dans le tempsGerman\ \ zeitlich homogener ProzeßDutch\ \ in de tijd homogeen procesItalian\ \ processo omogeneo temporaleSpanish\ \ proceso temporariamente homogéneoCatalan\ \ procés amb temps homogeniPortuguese\ \ processo temporaimente homogéneoRomanian\ \ -Danish\ \ -Norwegian\ \ -Swedish\ \ tidshomogen processGreek\ \ χρονικά ομογενούς διαδικασίαςFinnish\ \ ajallisesti homogeeninen prosessiHungarian\ \ ideiglenesen homogén folyamatTurkish\ \ geçici türdeş (homojen) süreç (proses)Estonian\ \ ajas homogeenne protsessLithuanian\ \ homogeninis laiko atžvilgiu procesasSlovenian\ \ -Polish\ \ proces jednorodny względem czasu; proces homogeniczny względem czasuRussian\ \ однородный во времени процессUkrainian\ \ однорідний в часі процесSerbian\ \ -Icelandic\ \ tímabundið einsleitt ferliEuskara\ \ -Farsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ عملية متجانسة في الزمنAfrikaans\ \ tydhomogene prosesChinese\ \ 时 齐 过 程Korean\ \ 임시 동질 과정 -
13 процедурный
[πρατσυντούρνυϊ] επ της διαδικασίας -
14 процессуальный
[πρατσεσσουάλ'νυϊ] επ (νομ) δικονομικός, της διαδικασίας -
15 процессуальный
επ.δικονομικός• της διαδικασίας•процессуальный кодекс δικονομικός κώδικας.
См. также в других словарях:
διαδικασίας — διαδικασίᾱς , διαδικασία suit to decide between claimants fem acc pl διαδικασίᾱς , διαδικασία suit to decide between claimants fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επανάληψη διαδικασίας — Διαδικασία που έπεται της αποπεράτωσης της ποινικής διαδικασίας με την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, η οποία επιτρέπεται, για λόγους που απαριθμούνται ειδικά (καταδίκη π.χ. δύο προσώπων για το ίδιο αδίκημα ή αποκάλυψη νέων αποδεικτικών μέσων, που… … Dictionary of Greek
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek
βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Μεσανατολικό — Όρος με τον οποίο αποδίδεται η μακροχρόνια διαμάχη μεταξύ των αραβικών κρατών της Μέσης Ανατολής (Μικρά Ασία, Αραβική χερσόνησος και βορειοανατολική Αφρική) και του Ισραήλ, σχετικά με εδαφικές και άλλες διεκδικήσεις. Η σύγκρουση του 1948 ανάμεσα… … Dictionary of Greek
δικαίωμα — Ο όρος δ. έχει γενική έννοια και εκφράζει κάθε εξουσία ή προνόμιο, καθώς επίσης και κάθε ευχέρεια που αναγνωρίζουν οι νόμοι (θετικό δίκαιο) ή τα έθιμα σε ένα πρόσωπο. Παράλληλα, αναφέρεται και στη δυνατότητα που έχουν τα άτομα να διεκδικήσουν… … Dictionary of Greek
κεφάλαιο — Το μέρος του παραγόμενου πλούτου που προορίζεται για την παραγωγή νέου πλούτου και όχι για κατανάλωση, δηλαδή για την άμεση ικανοποίηση μιας ανάγκης. Είναι ένας από τους τέσσερις συντελεστές παραγωγής μαζί με τη γη, την εργασία και την… … Dictionary of Greek
Ευρωπαϊκή Ένωση — (ΕΕ).Ευρωπαϊκός υπερεθνικός οργανισμός. Στόχος του είναι η οικονομική ολοκλήρωση και η πολιτική συνεργασία των μελών του. Αποτελεί το διάδοχο σχήμα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, που η ιστορία της ξεκινά με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek