διά-ττω
1αλευρόττησις — ἀλευρόττησις, η (Α) 1. κόσκινο τού αλευριού, σήτα, κρησάρα 2. ψιλοκοσκινισμένο αλεύρι, άχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλευρον + (δια )ττῶ «κοσκινίζω»] …
2πλήττω — και πλήσσω ΝΜΑ καταφέρω πλήγμα, χτυπώ κάποιον με κάτι νεοελλ. 1. τραυματίζω, πληγώνω 2. καταλαμβάνομαι από ανία, αισθάνομαι πλήξη, βαριέμαι 3. στενοχωριέμαι, μελαγχολώ 4. μτφ. πληγώνω ψυχικώς («τὸν έπληξε μεγάλη συμφορά») αρχ. 1. (για τον Δία)… …
3per-2 — per 2 English meaning: to go over; over Deutsche Übersetzung: “das Hinausfũhren about” Material: A. Dient as preposition, preverb and Adverb: a. per, peri (locative of Wurzelnomens) “vorwärts, in Hinausgehen, Hinũbergehen about …