-
1 .διάλειμμα
[дьялимма] ουσ о. перерыв, пауза, антракт,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > .διάλειμμα
-
2 перерыв
перерыв м η διακοπή, η ανάπαυλα· το διάλειμμα (в школе)' без \перерыва χωρίς διάλειμμα* * *мη διακοπή, η ανάπαυλα; το διάλειμμα ( в школе)без переры́ва — χωρίς διάλειμμα
-
3 перерыв
-а α.1. κοπή, κόψιμο•перерыв провода κόψιμο καλωδίου.
2. διάλειμμα•перерыв между уроками διάλειμμα μεταξύ μαθημάτων•
сделать перерыв в работе κάνω διάλειμμα στη δουλειά•
без -а χωρίς διακοπή (διάλειμμα).
-
4 перерыв
перерывм ἡ διακοπή, τό διάλειμμα:обеденный \перерыв τό μεσημεριανό διάλειμμα· после короткого \перерыва μετά ἀπό σύντομη διακοπή· без \перерыва χωρίς διάλειμμα. -
5 антракт
-
6 небольшой
небольшой μικρός, όχι μεγάλος· \небольшой перерыв ξτο μικρό διάλειμμα· \небольшойая комната το μικρό δωμάτιο* * *μικρός, όχι μεγάλοςнебольшо́й переры́в — το μικρό διάλειμμα
небольша́я ко́мната — το μικρό δωμάτιο
-
7 обеденный
обеденный του γεύματος, του φαγητού; μεσημεριανός, μεσημεριάτικος (полуденный)' \обеденный перерыв το διάλειμμα του φαγητού* * *του γεύματος, του φαγητού; μεσημεριανός, μεσημεριάτικος ( полуденный)обе́денный переры́в — το διάλειμμα του φαγητού
-
8 перемена
перемена ж 1) η αλλαγή· η μεταβολή, η μετατροπή (изменение)' \перемена обстановки η αλλαγή κατάστασης 2) (в школе ) το διάλειμμα* * *ж1) η αλλαγή; η μεταβολή, η μετατροπή ( изменение)переме́на обстано́вки — η αλλαγή κατάστασης
2) ( в школе) το διάλειμμα -
9 интервал
-а α.διάστημα, απόσταση•полк шёл в коллбнах с -ами το σύνταγμα. πορεύονταν σε φάλαγγα με αποστάσεις.
|| διάλειμμα•работа с -ами εργασία κατά διαλείματα•
с -ом в пять минут με διάλειμμα πέντε λεπτών.
-
10 пауза
1. свз. το διάστημα, το διάλειμμα, η διακοπή 2. муз. η παύση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пауза
-
11 перемена
1. (замена, смена одного другим, изменение) η μεταβολή, η μετατροπή, η αλλαγή 2. (перерыв между уроками) το διάλειμμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перемена
-
12 перерыв
1. (разрыв) η κοπή 2. (временное прекращение, приостановка) η διακοπή 3. (промежуток времени, на который прекращается какое-л. действие, работа) το διάλειμμα 4. (нарушение последовательности в ряду чего-л., пропуск) η διακοπή, το κενό.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перерыв
-
13 антракт
антрактм τό διάλειμμα (θεατρικής παράστασης). -
14 двухчасовой
двухчасов||ойприл δίωρος:\двухчасовой перерыв τό δίωρο διάλειμμα· выехать \двухчасовойым поездом ἀναχωρῶ μέ τό τραίνο τῶν δύο. -
15 интервал
интервалм1. τό διάστημα, τό διάλειμμα:с \интервалами κατά διαστήματα, ἐκ διαλειμμάτων2. муз. τό διάστημα -
16 небольшой
небольш||ойприл μικρός / (ό)λίγος (по количеству)/ ἀσήμαντος (незначительный):привезли́ книги в \небольшойо́м количестве ἐφεραν λίγα βιβλία· \небольшойая высота τό μικρό ὕψος· \небольшойо́е расстояние κοντινή ἀπόσταση· \небольшой перерыв τό μικρό διάλειμμα· \небольшой срок σύντομο χρονικό διάστημα· \небольшойая разница ἀσήμαντη διαφορά· ◊ с \небольшойи́м καί κάτι παραπάνω, καί λίγο παραπάνω· тридцать рублей с \небольшойи́м τριάντα ρούβλια καί κάτι. -
17 обеденный
обед||енныйприл τοῦ γεύματος:\обеденныйенный стол τό τραπέζι τοῦ φαγητοῦ· \обеденныйенный перерыв τό διάλειμμα τοῦ φαγητοῦ· \обеденныйенное время τό μεσημέρι, ἡ ὠρα τοῦ γεύματος. -
18 перемена
переменаж1. ἡ μεταβολή, ἡ μετατροπή, ἡ ἀλλαγή:\перемена обстановки ἡ ἀλλαγή τής κατάστασης· \перемена погоды ἡ μεταβολή τοῦ καιρού·2. (комплект белья, платья) ἡ ἀλλαξιά·3. школ. τό διάλειμμα -
19 антракт
[αντράκτ] ουσ. α. διάλειμμα (θεατρικής παράστασης) -
20 антракт
[αντράκτ] ουσ α διάλειμμα (θεατρικής παράστασης)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διάλειμμα — interstice neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάλειμμα — το (AM διάλειμμα, ατος) [διαλείπω] (για χρόνο) προσωρινή παύση, προσωρινή διακοπή, ανάπαυλα νεοελλ. 1. (για σχολεία) διακοπή, ανάπαυλα ανάμεσα σε δύο μαθήματα 2. (σε θέατρο) χρονικό διάστημα ανάμεσα σε δύο πράξεις 3. φρ. «κατά διαλείμματα» με… … Dictionary of Greek
διάλειμμα — το η σύντομη διακοπή μιας ενέργειας ή κατάστασης, η ανάπαυλα: Οι μαθητές περιμένουν το διάλειμμα με ανυπομονησία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαλειμμάτων — διάλειμμα interstice neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλείμμασι — διάλειμμα interstice neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλείμμασιν — διάλειμμα interstice neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλείμματα — διάλειμμα interstice neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλείμματι — διάλειμμα interstice neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλείμματος — διάλειμμα interstice neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλείμματ' — διαλείμματα , διάλειμμα interstice neut nom/voc/acc pl διαλείμματι , διάλειμμα interstice neut dat sg διαλείμματε , διάλειμμα interstice neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδιαναπαύω — Α 1. επιτρέπω σε κάποιον να αναπαυθεί για λίγο προηγουμένως 2. μέσ. προδιαναπαύομαι αναπαύομαι για λίγο, κάνω διάλειμμα πριν να κάνω κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διαναπαύω «κάνω διάλειμμα αναπαύσεως»] … Dictionary of Greek