δημιουργώ
1δημιουργώ — δημιουργώ, δημιούργησα βλ. πίν. 73 …
2δημιουργώ — ( έω) (ΑΝ) [δημιουργός] 1. κάνω, κατασκευάζω, παράγω κάτι (α. «ἡ φύσις οὐδὲν δημιουργεῑ μάτην», Αριστοτ. β. «δημιούργησε έξοχα έργα» 2. (για τη θεία δύναμη) φέρνω σε ύπαρξη, πλάθω εκ τού μηδενός νεοελλ. 1. γίνομαι αίτιος, προκαλώ κάτι («η γλώσσα… …
3δημιουργώ — δημιούργησα, δημιουργήθηκα, δημιουργημένος 1. παράγω ή κατασκευάζω κάτι, επινοώ, εφευρίσκω: Δημιούργησε πολλά καινούρια μοντέλα ρούχων για την ερχόμενη άνοιξη. 2. γίνομαι η αιτία: Δημιουργεί συνεχώς παρεξηγήσεις με τους συναδέλφους του στο… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4Δημιουργῶ — Δημιουργός one who works for the people masc gen sg (doric aeolic) …
5δημιουργῶ — δημιουργέω practise a handicraft pres subj act 1st sg (attic epic doric) δημιουργέω practise a handicraft pres ind act 1st sg (attic epic doric) δημιουργός one who works for the people masc gen sg (doric aeolic) …
6Δημιουργῷ — Δημιουργός one who works for the people masc dat sg …
7δημιουργῷ — δημιουργός one who works for the people masc dat sg …
8Δημιουργώ — Δημιουργός one who works for the people masc nom/voc/acc dual …
9δημιουργώ — δημιουργός one who works for the people masc nom/voc/acc dual …
10Δημιουργῶι — Δημιουργῷ , Δημιουργός one who works for the people masc dat sg …