δαιμονικός
1δαιμονικός — possessed by a demon masc nom sg …
2δαιμονικός — ή, ό (AM διαμονικός, ή, όν) [δαίμων] 1. (για πρόσωπο) αυτός που κατέχεται από δαίμονα 2. (για καταστάσεις) αυτός που προκαλείται από δαίμονα μσν. νεοελλ. 1. εκείνος που ταιριάζει σε δαίμονα 2. το ουδ. ως ουσ. πονηρό πνεύμα νεοελλ. σατανικός …
3δαιμονικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δαίμονα, διαβολικός, σατανικός: Το σχέδιο που κατέστρωσαν είναι δαιμονικό. 2. το ουδ. ως ουσ., δαιμονικό ο διάβολος, το ξωτικό, το στοιχειό: Πίστευε πως τα μεσάνυχτα βγαίνουν τα δαιμονικά …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4δαιμονικά — δαιμονικός possessed by a demon neut nom/voc/acc pl δαιμονικά̱ , δαιμονικός possessed by a demon fem nom/voc/acc dual δαιμονικά̱ , δαιμονικός possessed by a demon fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5δαιμονικώτερον — δαιμονικός possessed by a demon adverbial comp δαιμονικός possessed by a demon masc acc comp sg δαιμονικός possessed by a demon neut nom/voc/acc comp sg …
6δαιμονικῶν — δαιμονικός possessed by a demon fem gen pl δαιμονικός possessed by a demon masc/neut gen pl …
7δαιμονικόν — δαιμονικός possessed by a demon masc acc sg δαιμονικός possessed by a demon neut nom/voc/acc sg …
8δαιμονικαῖς — δαιμονικός possessed by a demon fem dat pl …
9δαιμονικαί — δαιμονικός possessed by a demon fem nom/voc pl …
10δαιμονικοῖς — δαιμονικός possessed by a demon masc/neut dat pl …