δαιμονίᾳ
1δαιμονία — δαιμονίᾱ , δαιμόνιος of fem nom/voc/acc dual δαιμονίᾱ , δαιμόνιος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) δαιμονίᾱ , δαιμονιάω to be possessed of a God pres imperat act 2nd sg δαιμονίᾱ , δαιμονιάω to be possessed of a God imperf ind act 3rd sg …
2δαιμονίᾳ — δαιμονίᾱͅ , δαιμόνιος of fem dat sg (attic doric aeolic) …
3δαιμονιά — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 369 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στα Δ της χερσονήσου του Έλους, προς την ακτή του Λακωνικού κόλπου, στον όρμο της Ξυλής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ασωπού. Μέχρι το… …
4δαιμόνια — δαιμόνιον divine Power neut nom/voc/acc pl δαιμόνιος of neut nom/voc/acc pl δαιμόνιος of neut nom/voc/acc pl …
5δαιμονίαν — δαιμονίᾱν , δαιμόνιος of fem acc sg (attic doric aeolic) δαιμονίᾱν , δαιμονιάω to be possessed of a God imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) δαιμονίᾱν , δαιμονιάω to be possessed of a God imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …
6δαιμονίας — δαιμονίᾱς , δαιμόνιος of fem acc pl δαιμονίᾱς , δαιμόνιος of fem gen sg (attic doric aeolic) δαιμονίᾱς , δαιμονιάω to be possessed of a God imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …
7δαιμόνι' — δαιμόνια , δαιμόνιον divine Power neut nom/voc/acc pl δαιμόνια , δαιμόνιος of neut nom/voc/acc pl δαιμόνια , δαιμόνιος of neut nom/voc/acc pl δαιμόνιε , δαιμόνιος of masc voc sg δαιμόνιε , δαιμόνιος of masc/fem voc sg δαιμόνιαι , δαιμόνιος of fem …
8Daemonia Nymphe — Δαιμόνια Νύμφη Origin Athens, Greece Genres Ancient Greek music, neoclassical, neofolk Years active 1994–present Labels Prikosnovénie …
9Daemonia nymphe — Δαιμόνια Νύμφη Жанры Древнегреческая музыка, неофолк, готика Страна …
10Κατράκης, Πότης — (Δαιμονιά Λακωνίας 1930 –). Δικηγόρος και λογοτέχνης. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και σταδιοδρόμησε ως δικηγόρος στον Πειραιά, ενώ ασχολήθηκε και με την πολιτική. Το 1974 εξελέγη δημοτικός σύμβουλος και αντιπρόεδρος του… …