δαγκάνω

  • 1δαγκάνω — βλ. δαγκώνω …

    Dictionary of Greek

  • 2δαγκάνω — βλ. δαγκώνω …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 3δαγκώνω — και δαγκάνω και δαγκάω και δακώνω (Μ δαγκώνω και δαγκάνω και δακάνω) σφίγγω ή κόβω κάτι με τα δόντια μου νεοελλ. 1. έχω τη συνήθεια ή την ιδιότητα να δαγκώνω («πρόσεχε! το σκυλί δαγκώνει») 2. είμαι εκδικητικός 3. (για έντομα) τσιμπώ, κεντρίζω 4.… …

    Dictionary of Greek

  • 4αναδάκνω — ἀναδάκνω (Α) 1. δαγκάνω πάλι ή απλώς δαγκάνω 2. εξοργίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + δάκνω. ΠΑΡ. αρχ. ἀνάδηγμα] …

    Dictionary of Greek

  • 5δάγκωμα — και δάγκαμα και δάκαμα, το (Μ δάγκαμαν και δάγκωμα και δάκωμα) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού δαγκάνω μσν. νεοελλ. το φαγητό νεοελλ. 1. (για έντομα) το τσίμπημα, το κέντρισμα 2. το να πιαστεί κάποιος σφιχτά, το μάγκωμα («το δάγκωμα τού ποντικού …

    Dictionary of Greek

  • 6αδάγκαστος — η, ο 1. αυτός που δεν δαγκώθηκε, ο αδάγκωτος 2. (για τράγους και κριούς) αυτός που δεν τού δάγκωσαν τον σπερματίτη λώρο για να τόν ευνουχίσουν, που δεν υποβλήθηκε σε ευνουχισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + *δαγκαστός < δαγκάνω] …

    Dictionary of Greek

  • 7αποδαγκάνω — (Μ ἀποδαγκάνω, AM ἀποδάκνω) δαγκάνω βαθιά, κόβω με τα δόντια …

    Dictionary of Greek

  • 8βυζαίνω — και βυζάνω (Μ βυζάνω) 1. (για βρέφος ή νεογνό ζώου) θηλάζω, ρουφάω γάλα από τον μητρικό μαστό 2. (για τη μητέρα ή την τροφό) θηλάζω, γαλουχώ το βρέφος 3. (γενικά) απομυζώ, ρουφώ υγρή ουσία που υπάρχει σε κάποιο σώμα νεοελλ. 1. εκμεταλλεύομαι… …

    Dictionary of Greek

  • 9δαγκάνα — η [δαγκάνω] 1. η κοινή ονομασία τών ποδολαβίδων τών Καρκινοειδών 2. η τανάλια …

    Dictionary of Greek

  • 10δαγκανιά — η [δαγκάνω] 1. το δάγκωμα 2. η δαγκωματιά …

    Dictionary of Greek