-
1 γλυκός
[гликос] еж. сладкий, нежный, ласковый,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γλυκός
-
2 сладкий
επ., βρ: -док, -дка, -дко, слаще; сладчайший.1. γλυκός•сладкий чай γλυκό τσάι•
плод γλυκός καρπός•
-ое вино γλυκό κρασί.
2. ουσ. ουδ-ое το γλύκισμα•обед без -ого γεύμα χωρίς γλύκισμα.
3. μτφ. καλός, ευχάριστος• απολαυστικός•-ая жизнь απολαυστική ζωή•
-ие грзы όνειρα γλυκά•
сладкий сон γλυκός ύπνος•
сладкий звук γλυκός ήχος.
4. μτφ. παρατραβηγμένος, υπέρ το δέον•-ие слова γλυκόλογα.
5. γλυκός (μη αρμυρός, μη καυτερός κ.τ.τ.)• сладкий сыр γλυκό κασέρι (μη αρμυρό)•сладкий перец πιπέρι μη καυτερό•
-ое масло βούτυρο ανάλατο.
-
3 сладкий
-
4 вино
ο οίνοςτο κρασίРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вино
-
5 ласковый
ласков||ыйприл1. γλυκός, τρυφερός / θωπευτικός, χαϊδευτικός (об улыбке и т. п.)/ γλυκομίλητος (в обращении):\ласковый взгляд τό χαϊδευτικό βλέμμα· \ласковыйые слова τά τρυφερά λόγια·2. перен (нежащий, ласкающий) ἀπαλός, θωπευτικός:\ласковый ветерок τό ἀπαλό ἀεράκι. -
6 нежный
нежн||ыйприл1. (ласковый) τρυφερός, στοργικός, φιλόστοργος:\нежныйый сын ὁ φιλόστοργος υἱός·2. (приятный, мягкий) λεπτός, εὐχάριστος· (о запахе, вкусе)/ ἀπαλός, μαλακός (о коже и т. п.)/ γλυκός (о звуках и т. п.)·3. (хрупкий) εὔθραστος· ◊ \нежныйый возраст ἡ τρυφερή ἡλικία -
7 приторицй
притори||цйприл1. πολύ γλυκός, γλυκερός:\приторицй вкус ἡ πολύ γλυκιά γεύση·2. перен γλυκερός, γλυκανάλατος, γλυ-κάνοστος:\приторицйая улыбка τό γλυκερό χαμόγελο. -
8 сладкий
сладк||ийприл прям., перен γλυκός, γλυκύς:\сладкийое вино́ τό γλυκό κρασί· \сладкийие слова, речи γλυκά λόγια, μελίρρυτοι λόγοι· спать \сладкийим сном γλυκοκοιμοῦμαι. -
9 теплый
тепл||ыйприл1. θερμός, χλιαρός/ γλυκός (тк. о погоде):\теплыйая комната τό θερμό δωμάτιο· \теплыйое молоко́ τό ζεστό γάλα· \теплыйые чулки οἱ ζεστές κάλτσες· \теплый день ἡ ζεστή μέρα·2. перен (сердечный) ἐγκάρδιος, θερμός:\теплыйое чу́вство τό θερμό αίσθημα· \теплый прием ἡ ἐγκάρδια ὑποδοχή·3. (о цвете, звуке, запахе) ζεστός, θερμός:\теплыйые краски, тона τά ζεστά χρώματα· ◊ \теплыйое местечко ирон. ἡ ζεστή θεσούλα· \теплыйая компания ирон. ἡ βρωμοπα-ρέα -
10 ласковый
[λάσκαβυϊ] εκ. γλυκός, τρυφερός -
11 приторный
[πρίταρνυΐ] εκ. πολύ γλυκός γλυκερός -
12 ласковый
[λάσκαβυϊ] επ γλυκός, τρυφερός -
13 приторный
[πρίταρνυϊ] επ πολύ γλυκός γλυκερός -
14 заслащивать
-
15 наслащивать
-
16 пасока
-и θ.γλυκός χυμός από τον κορμό ή τις ρίζες μερικών φυτών. -
17 паточный
επ.1. του μελιτώματος.2. μτφ. γλυκός μέχρι αηδίας. -
18 переслащивать
-
19 подслащивать
-
20 сахарный
επ.της ζάχαρης•сахарный завод εργοστάσιο ζάχαρης•
-ое производство παραγωγή ζάχαρης•
-ая голова μεγάλο κομμάτι ζάχαρης (σχήματος σφαιρικού ή κωνοειδές)•
сахарный песок ψιλή ζάχαρη•
-ая пудра ζαχαρόσκονη άχνη.
|| ζαχαρένιος. || μτφ. γλυκός, ηδονικός. || μτφ. ευχάριστος• ικανοποιητικός.εκφρ.- ая болезнь – ο ζαχαροδιαβήτης.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
γλυκός — ιά, ό και γλυκύ και γλυκί (AM γλυκύς, εῑα, ύ) 1. αυτός που έχει γλυκιά γεύση ή γλυκιά, ευχάριστη μυρωδιά («γλυκό κρασί», «γλυκὺ νέκταρ» «γλυκὸς οἷνος», «γλυκιά ευωδιά») 2. (για νερό) πόσιμο (αντίθ. πικρό ή αλμυρό) 3. εκείνος που δίνει ευχαρίστηση … Dictionary of Greek
γλυκός, -ιά, -ό — 1. αυτός που έχει γεύση όμοια με της ζάχαρης: Τα σταφύλια ήταν γλυκά. 2. μτφ., ευχάριστος, τερπνός: Με πλάνεψε με τα γλυκά φιλιά της. 3. (για πρόσωπα), μειλίχιος, γαλήνιος, πράος: Γνώρισα μια γλυκιά κοπέλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ντόλτσε — και ντολτσίσιμο 1. επίρρ. μουσ. με γλυκιά, με γλυκύτατη ρυθμική αγωγή 2. φρ. «ντόλτσε βίτα» γλυκιά ζωή, καλοπέραση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ντόλτσε < ιταλ. dolce «γλυκός» < λατ. dulcis «γλυκός» Ο τ. ντολτσίσιμο < ιταλ. dolcissimo (υπερθετικός τού… … Dictionary of Greek
άγλυκος — και ανάγλυκος, η, ο [γλυκός] 1. αυτός που δεν είναι αρκετά γλυκός ή δεν είναι καθόλου γλυκός 2. άνοστος, αηδιαστικός … Dictionary of Greek
αδευκής — ἀδευκής, ές (Α) 1. ο μη γλυκός, δηλ. ο πικρός, ο οδυνηρός, ο σκληρός 2. απρόβλεπτος, απροσδόκητος, απρόσμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., όπως αβέβαιη είναι γενικά και η σημασία του. Η σημ. «μη γλυκός, πικρός» οδηγεί σε ετυμολ. από ἀ στερητ. +… … Dictionary of Greek
ανάγλυκος — η, ο 1. ο λίγο γλυκός, υπόγλυκος, άγλυκος 2. αυτός που περιέχει πολύ νερό, νερουλός 3. ο επιτηδευμένα και άχαρα γλυκός στους τρόπους, άνοστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + γλυκός. ΠΑΡ. αναγλυκώνω] … Dictionary of Greek
γλυκερός — ή, ό (AM γλυκερός, ά, όν) 1. γλυκός, ευχάριστος στη γεύση 2. (για δέντρα) αυτός που κάνει γλυκούς, εύγευστους καρπούς 3. εκείνος που προκαλεί ευχαρίστηση, ο τερπνός (α. «γλυκεραῑς εὐναῑς», Πίνδ. β. «γλυκερή λιγοθυμιά», Κρυστάλλης) 4. ο ποθητός (α … Dictionary of Greek
ηδύς — εία, ύ (Α ἡδύς, δωρ. τ. ἁδύς, εῑα, ύ, στον Όμ. το θηλ. και ἡδύς [μόνο μία φορά], ιων. θηλ. ἡδέα, δωρ. θηλ. ἁδέα) 1. γλυκός, ευχάριστος στις αισθήσεις, κυρίως στη γεύση, στην όσφρηση και στην ακοή («ἡδύ δεῑπνον», Ομ. Οδ.) 2. (κατ επέκτ. και για… … Dictionary of Greek
Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… … Wikipedia
γλυκάζω — (AM γλυκάζω) [γλυκύς] δίνω σε κάτι γλυκιά γεύση μσν. νεοελλ. 1. παρέχω σε κάποιον αίσθημα γλυκύτητας 2. έχω γλυκιά γεύση, είμαι γλυκός 3. (μτχ. παθ. παρακμ.) γλυκασμένος, η, ο γλυκός, ήπιος … Dictionary of Greek
γλυκαίνω — (AM γλυκαίνω) Ι. 1. καθιστώ κάτι γλυκό 2. προξενώ το αίσθημα τής γλυκύτητας 3. γίνομαι γλυκός 4. μαγεύω γοητεύω μσν. νεοελλ. 1. ευφραίνω, προξενώ ευχαρίστηση 2. ανακουφίζω, καταπραΰνω («γλυκαίνω τον πόνο») 3. δίνω σε κάποιον χαρά 4. γίνομαι ήπιος … Dictionary of Greek