-
1 лекарство
лекарство с το φάρμακο, το γιατρικό· принимать \лекарство πίνω (или παίρνω) το φάρμακο· прописать \лекарство δίνω συνταγή* * *сτο φάρμακο, το γιατρικόпринима́ть лека́рство — πίνω ( или παίρνω) το φάρμακο
прописа́ть лека́рство — δίνω συνταγή
-
2 лекарство
лекарствос τό φάρμακο[ν], τό γιατρικό; принимать \лекарство πίνω τό φάρμακο, παίρνω τό γιατρικό. -
3 от
отпредлог с род. п.1. ἀπό:от Москвы до Афин ἀπό τήν Μόσχα ὡς τήν 'Αθήνα· я пришел от своей сестры ἡρθα ἀπό τήν ἀδελφή μου· от трех часов до пяти́ ἀπό τίς τρεϊς (ή ὠρα) ὡς τίς πέντε· письмо от 30-го августа ἐπιστολή ἀπό 30 Αυγούστου· страдать от жары ὑποφέρω ἀπό τήν ζέστη· петь от ра́дости τραγουδώ ἀπό τήν χαρά μου· заболеть от переутомления ἀρρωσταίνω ἀπό τήν ὑπερκόπωση· не уметь отличить черного от белого δέν μπορώ νά ξεχωρίσω τό μαύρο ἀπό τό ἄσπρο· т первого до последнего дия ἀπό τήν πρώτη ὡς τήν τελευταία μέρα· от мала до велика μικροί (καί) μεγάλοι·2. (при обозначении средства претив чего-л.) κατά, γιά:средство от зубной боли γιατρικό κατά τοῦ πονόδοντου, γιατρικό γιά τόν πονόδοντο·3. (при обозначении чего-л. как принадлежности, части и т. п, \от переводится род. п.):ру́чка от двери τό χεροῦλι τής πόρτας· ключ от замка τό κλειδί τής κλειδαριάς· ◊ день ото дия μέρα σέ μέρα· время от времени ἀπό καιρού είς καιρόν от чьего́-л. имени ἐξ ὁνόματος κάποιου· от всего́ сердца μέ ὀλη μου τήν καρδιά· от всей души μ' ὀλη μου τήν ψυχή· написанный от руки χειρόγραφος, γραμμένος μέ τό χέρι. -
4 медикамент
медикаментм τό φάρμακο, τό γιατρικό. -
5 микстура
микстураж τό πότημα, τό γιατρικό. -
6 накапать
накапатьсов1. στάζω, σταλάζω:\накапать лекарство στάζω τό γιατρικό·2. (на что-л., испачкать) πιτσιλίζω, λεκιάζω. -
7 натощак
натощакнареч μέ ἄδειο στομάχι, νη< τικάτα:принимать лекарство \натощак παίρ· τό γιατρικό νηστικός. -
8 подействовать
подействова||тьсов ἐπιδρώ, (ἐπ)ενεργῶ:лека́рство \подействоватьло τό γιατρικό ἐνήργησε. -
9 универсальный
универсальныйприл γενικός, καθολικός:\универсальныйые знания οἱ γενικές γνώσεις· \универсальныйое средство ἡ πανάκεια, γιατρικό γιά ὅλες τίς ἀσθένειες· \универсальный магазин см. универмаг. -
10 лекарство
-а ουδ.φάρμακο ιατρικό, γιατρικό, ξαρρωστικό•лекарство от (ή против) кашля φάρμακο για το βήχα•
принять лекарство παίρνω φάρμακο.
-
11 медикамент
-а α.φάρμακο, γιατρικό. -
12 употребительный
επ., βρ: -лен, -льна, -оχρησιμοπο ιούνενος συχνά, πολύχρηστος, εύχρηστος, συνηθιζόμενος•-ое медицинское средство το πολύ χρησιμοποιούμενο γιατρικό•
наиболее -ые слова οι πιο εύχρηστες λέξεις.
-
13 целебный
επ., βρ: -бен, -бна, -бноιαματικός, θεραπευτικός•целебный источник ιαματική πηγή•
-ая трава τα βότανα•
целебный напиток ιαματικό ποτό•
-ое средство το γιατρικό.
См. также в других словарях:
γιατρικό — το το φάρμακο: Του έδωσε ένα γιατρικό για το στομαχόπονο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γιατρικό — το βλ. γιατρικός … Dictionary of Greek
The Best (Despina Vandi album) — The Best Greatest hits album by Despina Vandi Released December 2001 Recorded 1994 2001 … Wikipedia
Dance (Despina Vandi album) — Dance Compilation album by Despina Vandi Released September 20, 2004 … Wikipedia
Singles (Despina Vandi album) — Singles Compilation album by Despina Vandi Released December 12, 2006 … Wikipedia
Despina Vandi (album) — Despina Vandi Δέσποινα Βανδή Compilation album by Despina Vandi Released 2005 Recorded 1994 2000 Genre Laïka … Wikipedia
άκεσμα — ἄκεσμα ( ατος), το (Α) [ἀκέομαι] 1. θεραπευτικό μέσο, γιατρικό «ἐπὶ δ ἕλκεϊ λυγρῷ φάρμακ ἀκέσματ ἔπασσε μελαινάων ὀδυνάων» (Όμ. Ο 394) 2. θεραπεία, γιατριά (Πίνδ. Πυθ. 5, 86 Αισχ. Προμ. 482) … Dictionary of Greek
άκος — ἄκος ( ως), το (Α) 1. θεραπευτικό μέσον, γιατρικό 2. μέσο ψυχικής ανακούφισης και παρηγοριάς, καταφυγή 3. μέσο για τήν επίτευξη κάποιου σκοπού 4. απρόσ. «ἄκος ἐστὶ μοι», μέ ωφελεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. συνδέεται πιθ. με τύπους,… … Dictionary of Greek
άφθαστος — και άφταστος, η, ο 1. εκείνος τον οποίο δεν μπορεί να φθάσει ή να προλάβει κανείς λόγω της ταχύτητάς του 2. εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να φθάσει λόγω του ύψους («άστρο άφταστο») 3. (για καρπούς που μαζεύονται με τα χέρια) ο αμάζευτος 4.… … Dictionary of Greek
αλαλκτήριον — ἀλαλκτήριον, το (Μ) [ἄλαλκε] θεραπευτικό μέσο, φάρμακο γιατρικό … Dictionary of Greek
αλθεστήριον — ἀλθεστήριον, το (Α) φάρμακο, γιατρικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παθ. αορ. (ἀλθεσθῆναι) τού ρημ. ἀλθαίνω + κατάλ. τήριον με αναλογική επίδραση λ. όπως χαριστήρια* ἱλαστήριον*] … Dictionary of Greek