γηροτρόφος
1γηροτρόφος — γηροτρόφος, ον (Α) γηροβοσκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < γήρας + τρόφος < τρέφω] …
2γηροτρόφος — γηροβοσκός nourishing masc/fem nom sg …
3γηροτρόφου — γηρότροφος masc/fem/neut gen sg γηροβοσκός nourishing masc/fem/neut gen sg …
4γηροτρόφους — γηρότροφος masc/fem acc pl γηροβοσκός nourishing masc/fem acc pl …
5γηροτρόφων — γηρότροφος masc/fem/neut gen pl γηροβοσκός nourishing masc/fem/neut gen pl …
6-τροφός — β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροφ τής ρίζας τού ρ. τρέφω*. Τα παροξύτονα σύνθ. σε τρόφος είναι αντικειμενικά με α συνθετικό ουσιαστικό και… …
7γηροτροφία — γηροτροφία, η (Α) [γηροτρόφος] γηροβοσκία …
8γηροτροφείον — γηροτροφεῑον και γηροτρόφιον, το (Μ) [γηροτρόφος] το γηροκομείο …
9γηροτροφώ — ( έω) (AM γηροτροφῶ) [γηροτρόφος] γηροκομώ …