γεννιέμαι

  • 1γεννιέμαι — γεννιέμαι, γεννήθηκα, γεννημένος βλ. πίν. 59 …

    Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • 2έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… …

    Dictionary of Greek

  • 3βλέπω — (AM βλέπω) 1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης 2. έχω την ικανότητα να βλέπω 3. στρέφω το βλέμμα, κοιτάζω 4. προσέχω με το βλέμμα 5. προσέχω, είμαι προσεκτικός μήπως.. 6. προσέχω ν αποφύγω κάτι 7. εξετάζω 8. θαυμάζω, κοιτάζω με θαυμασμό 9. κατανοώ …

    Dictionary of Greek

  • 4εκφύω — (AM ἐκφύω) 1. γεννώ, παράγω, αναδίδω, προκαλώ, φέρνω 2. (μέσ. ή παθ.) εκφύομαι φυτρώνω, ξεφυτρώνω, γεννιέμαι αρχ. 1. (για γυναίκα) γεννώ 2. (ο ενεργ. παρακμ.) γεννιέμαι, είμαι από φυσικού μου, είμαι εκ γενετής («λάλημα ἐκπεφυκός» φλύαρος εκ… …

    Dictionary of Greek

  • 5προγίγνομαι — και ιων. και μτγν. τ. προγίνομαι Α 1. έρχομαι, πηγαίνω προς τα εμπρός, εμφανίζομαι 2. γεννιέμαι ή υπάρχω προηγουμένως, προϋπάρχω (α. «οἱ προγεγονότες θεοί», Ηρόδ. β. «οἱ προγεγονότες ἄνθρωποι» οι προγενέστεροι, Ξεν.) 3. γεννιέμαι 4. (για… …

    Dictionary of Greek

  • 6συνεκφύομαι — Α 1. γεννιέμαι μαζί («τὰ ὅπλα συνεκφῡναι οἱ», Φιλόστρ.) 2. έχω την ίδια καταγωγή με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκφύομαι «φυτρώνω, γεννιέμαι»] …

    Dictionary of Greek

  • 7αίγλη — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Νύμφη Ναϊάς, σύζυγος του ‘Ήλιου, μητέρα των τριών Χαρίτων. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, πάντως, οι Χάριτες είχαν πατέρα τον Δία και μητέρα την Ευρυνόμη. 2. Κόρη του Ήλιου και της Ροδής ή Κλυμένης.Οι θεοί την έκαναν… …

    Dictionary of Greek

  • 8ανατέλλω — (Α ἀνατέλλω) (αμτβ.) 1. υψώνομαι, ανέρχομαι 2. (για ουράνια σώματα) υψώνομαι, αναφαίνομαι στο στερέωμα, προβάλλω αρχ. 1. αναδίδω, κάνω να φυτρώσει 2. γεννώ, φέρνω στο φως 3. (για ποταμούς) πηγάζω 4. αυξάνομαι, μεγαλώνω 5. φανερώνομαι, γεννιέμαι 6 …

    Dictionary of Greek

  • 9ανοίγω — (AM ἀνοίγω, Α και ἀνοιγνύω και ἀνοίγνυμι) 1. αποφράσσω κάτι, του αφαιρώ το κάλυμμα 2. (για δικαστικές πράξεις) αποσφραγίζω και κοινοποιώ 3. απομακρύνω από τη στεριά, φέρνω στο ανοιχτό πέλαγος 4. εγχειρίζω, τέμνω, κόβω το δέρμα 5. δημιουργώ, ιδρύω …

    Dictionary of Greek

  • 10αποβλαστάνω — ἀποβλαστάνω (Α) βλαστάνω, γεννιέμαι («ἀπέβλαστον ματρὸς ὠδῑνος,») …

    Dictionary of Greek