γίνομαι
1γίνομαι — γίνομαι, έγινα (σπάν. γίνηκα), γινωμένος βλ. πίν. 121 (και ως απρόσ. γίνεται) …
2γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …
3γίνομαι — έγινα και γίνηκα, γινωμένος 1. δημιουργούμαι: Το σπίτι μας έγινε μετά το σεισμό. 2. πραγματοποιούμαι, διεξάγομαι: Ο αρραβώνας τους έγινε το καλοκαίρι. 3. διαμορφώνομαι, καταντώ: Πώς έγινε έτσι το πουλόβερ μου; 4. ωριμάζω: Τα μήλα δεν έγιναν ακόμα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4γίνομαι — γίγνομαι come into a new state of being pres ind mp 1st sg (ionic) …
5καγκαινιάζω — γίνομαι ισχνός, γίνομαι λιπόσαρκος λόγω ασθενείας («καγκάνιασε το μωρό, γιατί βγάζει δόντια»). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κάγκανος «πολύ ξηρός»] …
6ακροκοκκινίζω — γίνομαι ελαφρά κόκκινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιρρ. ακρο (ΙΙ) + κοκκινίζω ή παράγωγο του ακροκόκκινος] …
7ανακρατύνομαι — γίνομαι πάλι κραταιός, ανακτώ τη δύναμη μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κρατύνομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις (ανακρατυνόμενος)] …
8ανωμαλεύω — γίνομαι ανώμαλος …
9γαληνώνω — γίνομαι γαλήνιος, ησυχάζω …
10γιγαντεύομαι — γίνομαι γίγαντας, αποκτώ υπερβολική δύναμη …