γέρνω
1γέρνω — γέρνω, έγειρα, γερμένος βλ. πίν. 120 …
2γερνώ — και γεράζω γέρασα, γερασμένος 1. μτβ., κάνω κάποιον να γίνει γέρος: Με γέρασαν τα βάσανα. 2. αμτβ., γίνομαι γέρος: Γέρασες και μυαλό δεν έβαλες! …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3γέρνω — (Μ γέρνω) 1. κλίνω προς τα κάτω ή προς τα πλάγια («γείρε τη στάμνα», «γείρε τη σανίδα δεξιά») 2. παρουσιάζω κλίση προς τα κάτω ή προς τα πλάγια («ταπεινότατη σού γέρνει η τρισάθλια κεφαλή», Δ. Σολ. «τα κλαδιά έγερναν από το βάρος τού καρπού») 3.… …
4γερνώ — και γερνάω 1. συντελώ στο να γεράσει κάποιος («με γέρασαν τα βάσανα») 2. γίνομαι γέρος, μπαίνω στη γεροντική ηλικία 3. παροιμ. α) «ο λύκος κι αν εγέρασε, κι άλλαξε το μαλλί του, ούτε τη γνώμη του άλλαξε ούτε και τη βουλή του» για τις κακές έξεις… …
5γερνώ — γερνάω / γερνώ, γέρασα, γερασμένος βλ. πίν. 68 …
6γέρνω — έγειρα, γερμένος 1. κλίνω προς τα κάτω ή τα πλάγια, πλαγιάζω κάτι: Έγειρα κατά λάθος το ποτήρι και χύθηκε το γάλα. 2. αμτβ., κλίνω προς τα κάτω, πλαγιάζω, ακουμπώ: Έγειρε στον ώμο μου και έκλαψε. 3. δύω, βασιλεύω: Ο ήλιος έγειρε. 4. ξαπλώνω,… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
7ακρογέρνω — γέρνω ελαφρά, λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (ΙΙ) + γέρνω] …
8αμφιρρέπω — γέρνω από δω κι από κει, αμφιταλαντεύομαι, διστάζω να αποφασίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + ρέπω. ΠΑΡ. νεοελλ. αμφιρρέπεια. Η λ. απαντά για πρώτη φορά στον Ιω. Σκυλίτση] …
9απακουμπώ — γέρνω, στηρίζομαι κάπου …
10εκκλίνω — (AM ἐκκλίνω) 1. γέρνω προς τα έξω 2. απομακρύνομαι από ένα σημείο, εκτρέπομαι νεοελλ. μεταβάλλω την πορεία πλοίου για να αποτραπεί κίνδυνος μσν. 1. παρασύρω 2. (για τον ήλιο) γέρνω στη δύση, βασιλεύω 3. φρ. «ἐκλλίνω πρὸς βίον» γερνώ αρχ. 1.… …