βιβλ-

  • 1On Horsemanship — is the English title usually given to Περὶ ἱππικῆς, peri hippikēs, one of the two treatises on horsemanship by the Athenian historian and soldier Xenophon (c. 430 – 354 BC). Other common titles for this work are De equis alendis and The Art of… …

    Wikipedia

  • 2Питтакис, Кирьякос — Кирьякос Питтакис греч. Κυριάκος Πιττάκης Дата рождения …

    Википедия

  • 3Σόδομα και Γόμορρα — Αρχαίες πόλεις της παλαιστινιακής Πεντάπολης, που βρίσκονταν, σύμφωνα με την παράδοση, στα Ν της Νεκρής θάλασσας. Κατά τη βιβλική διήγηση (Γένεσις, ιθ), καταστράφηκαν την εποχή του Αβραάμ από «πυρ και θείον», που έβρεξε ο Θεός, ο οποίος είχε… …

    Dictionary of Greek

  • 4δημαγωγία — Όρος που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι και έχει καθιερωθεί πια διεθνώς. Οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν δημαγωγό τον ρήτορα του οποίου η ευγλωττία ενθουσίαζε τους ακροατές ή τον πολιτικό που ήξερε να παρασύρει τον λαό. Στον Αριστοτέλη (Πολιτικά, βιβλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 5θινίον — θινίον, τὸ (Α) 1. (υποκορ. τού θις) βλ. θίνα 2. σχηματισμένο ως ετυμολογία τού ακροθίνιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θις, θιν ός + υποκορ. καταλ. ίον, πρβλ. βιβλ ίον, σωμάτ ιον] …

    Dictionary of Greek

  • 6θελημάτιον — θελημάτιον, το (Α) πάπ. (υποκορ. τού θέλημα) μικρή επιθυμία («ἔσχατον θελημάτιον» η τελευταία επιθυμία). [ΕΤΥΜΟΛ. < θέλημα, τος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. βιβλ ίον, παιδ ίον)] …

    Dictionary of Greek

  • 7θεμάτιον — θεμάτιον, τό (Α) (υποκορ. τού θέμα*) αστρολογικό μικρό ωροσκόπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέμα, τος + υποκορ. καταλ. ιον (πρβλ. βιβλ ίον, κοράσ ιον)] …

    Dictionary of Greek

  • 8θρυαλλίδιον — θρυαλλίδιον, τὸ (Α) φιτιλάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρυαλλίς ίδος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. αρν ίον βιβλ ίον)] …

    Dictionary of Greek

  • 9θύριον — θύριον, τὸ (ΑΜ) 1. μικρή θύρα 2. πάπ. μικρός υδροφράκτης, μικρό φράγμα 3. μτφ. η κατακλείδα, το τέλος («τὸ τοῡ λόγου θύριον παραβόλοῡ» κλείσε τη θύρα τού λόγου, βάλε κατακλείδα στον λόγο σου). [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. αρν… …

    Dictionary of Greek

  • 10ιξίον — ἰξίον, τὸ (ΑΜ) μσν. υποκορ. τού ιξός αρχ. το φύλλο τού φυτού χαμαιλέων ο λευκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξία. Με τη μσν. σημασία < ἰξός + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. βιβλ ίον, παιδ ίον)] …

    Dictionary of Greek