βιαίως
1βιαίως — βίαιος forcible adverbial βίαιος forcible masc acc pl (doric) βίαιος forcible adverbial βίαιος forcible masc/fem acc pl (doric) …
2ноужьно — (14) нар. к нѹжьныи. 1.Насильственно; вынужденно, поневоле: не подобаѥть бо рече нѹжьно чьто творити хрьсти˫анѹ. ˫ако писано ѥсть волѥю пожьрѹ ти (ἠναγκασμένως) КЕ XII, 272б; ти тако нѹжно ѹмрѣ. прѣдавъ ст҃ѹю свою д҃шю г(с)ви. ПрЛ XIII, 10б; и… …
3προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… …
4нуждно — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} трудно, опасно; (βιαίως) – докучливо, неотступно, сильно …
5ноужа — НОУЖ|А (578), Ѣ (А) с. 1.Принуждение, воздействие силой; притеснение: ѡна же... съ гнѣвъмь великъмь въпи˫ааше. о нѹже старьцѧ сего ˫ако имыи с҃на моѥго и съкрывыи въ пещерѣ не рачить ми ѥго ˫авити. ЖФП XII, 32в; Аште кто каженикъ бѹдеть нѹжею… …
6BRIMO — unum ex Hecates, sive Proserpinae nominibus, ἀπὸ τȏ βριμᾷν, h. e. a terrendo impositum, eo quod nocturna terriculamenta ab eâ immitti credebantur, ut ex Apollonii Scholiaste annotat Cael. Rhodig. l. 11. c. 16. Hesiodi Interpres l. 1. Βριμὼ δὲ καὶ …
7εκλαμβάνω — (AM ἐκλαμβάνω) αντιλαμβάνομαι, εννοώ ή ερμηνεύω κάτι με κάποιον τρόπο ή έννοια («τόν εξέλαβε ως κακοποιό», «η υποχωρητικότητα εκλαμβάνεται ως αδυναμία») μσν. 1. προβάλλω ένσταση 2. αισθάνομαι 3. νοικιάζω αρχ. 1. παίρνω κάτι από κάποιον 2. αρπάζω… …
8ελαύνω — (ΑΜ ἐλαύνω) 1. κινώ, οδηγώ, κατευθύνω 2. (για ιππέα) κατευθύνω το άλογο ή τα άλογα τού άρματος 3. επιτίθεμαι 4. κωπηλατώ 5. διώχνω, απομακρύνω βιαίως 6. (για μέταλλα) σφυρηλατώ μσν. 1. συλλαμβάνω 2. ανακοινώνω αρχ. 1. (για πεζούς) προχωρώ 2. πλέω …
9εξαποπέμπω — ἐξαποπέμπω (Μ) αποπέμπω βιαίως, διώχνω εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + αποπέμπω «διώχνω»] …
10εξαποστέλλω — και ξαποστέλνω (AM ἐξαποστέλλω και ξαποστέλνω) στέλνω έξω, μακριά («ἐξαπέστειλαν πρεσβευτὰς πρὸς Ἀντίοχον», Πολ.) νεοελλ. ειρων. ξεπροβοδώνω κάποιο, τόν αποπέμπω βιαίως, τόν διώχνω, τόν ξεφορτώνομαι μσν. στέλνω πίσω αρχ. 1. αφήνω έναν αιχμάλωτο… …