βγάζω αποσύρω (

  • 1αποσπώ — (ΑΜ ἀποσπῶ, άω) 1. τραβώ βίαια, αποχωρίζω 2. απομακρύνω κάποιον από κάτι μσν. νεοελλ. 1. τραβώ, ξεριζώνω 2. (για δέντρα) σπάζω 3. ελευθερώνω νεοελλ. (για υπαλλήλους και στρατιωτικούς) μετακινώ κάποιον προσωρινά από την οργανική του θέση σε άλλη… …

    Dictionary of Greek

  • 2επαναιρώ — ἐπαναιρῶ, έω (AM) μέσ. επανεκλέγω ή απλώς εκλέγω, διαλέγω, προτιμώ αρχ. 1. (ενεργ. και μέσ.) βγάζω από τη μέση, σκοτώνω κάποιον ή κάτι 2. σκοτώνω κάποιον μαζί ή μετά από άλλον 3. μέσ. αναλαμβάνω, αποδέχομαι («βαρὺν πόλεμον καὶ ἄσπονδον… …

    Dictionary of Greek

  • 3σύρω — ΝΜΑ, και σέρνω και σύρνω ΝΜ, και σούρνω Ν 1. έλκω, τραβώ (α. «τόν έπιασε και τόν έσυρε έξω» β. «μέχρι τῶν σφυρῶν τὴν ἐσθῆτα σύρων», Δίων Κασσ.) 2. μετακινώ κάτι πάνω στο έδαφος («σέρνει το φόρεμά της») 3. (ενεργ. και μέσ.) έρπω νεοελλ. 1.… …

    Dictionary of Greek

  • 4εκκενώνω — εκκένωσα, εκκενώθηκα, εκκενωμένος, μτβ. 1. βγάζω από κάτι το περιεχόμενό του, αδειάζω: Η αίθουσα εκκενώθηκε από τους θεατές. 2. (για στρατεύματα), φρ., «εκκενώνω χώρα ή φρούριο», αποσύρω τα στρατεύματα απ αυτά …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)