-
1 гиря
-и θ.1. σταθμό, βαρίδι, ζύγι. || αλτήρας.2. βαρίδι εκκρεμούς ωρολογίου.(τεχ.) αντίβαρο, βάρος για ανύψωση. -
2 балластина
η μολυβήθρα, το βαρίδι, η χελώνα (για το έρμα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > балластина
-
3 весок
η μολυβδίδα, το βαρίδι του νήματος/της στάθμης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > весок
-
4 гири
мн. τα σταθμά, τα ζύγια, το βαρίδι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гири
-
5 отвес
1. (груз, подвешенный на шнуре и служащий для определения вертикального положения) το βαρίδι του αλφαδιούτο αλφάδι2. (вертикальный склон) η κάθετη πλαγιά, το απόκρημνο 3. (взвешивание) το ζύγισμα 4 (сертификат) το ζυγολόγιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отвес
-
6 провешивание
(геод.)1. (установление вешек) το πασσάλωμα, η πασσάλωση, η τοποθέτηση πασσάλων 2. (установление вертикальности) ο έλεγχος της κάθετης θέσης μιας επιφάνειας με βαρίδι/αλφάδι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > провешивание
-
7 провешивать
(геод.)1. (устанавливать вешки) πασσαλώνω, τοποθετώ πασσάλους 2. (устанавливать вертикальность) ελέγχω την κάθετη θέση μιας επιφάνειας με βαρίδι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > провешивать
-
8 уровень
1. (прибор) το αλφάδι 2. (степень величины, значимости и т.п.) το επίπεδο, ο βαθμόςэнергетический - физ. η ενεργειακή στάθμη3. (условная горизонтальная линия или плоскость, являющаяся границей высоты чего-л) το επίπεδο, η επιφάνεια 4. (высота подъёма жидкости) η στάθμη- воды принятый за нулевой - του ύδατος, θεωρούμενη ως βάσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > уровень
-
9 гиря
гиряж (весов, часов) τά ζύγια, τά σταθμά, τό βάρος, τό βαρίδι. -
10 грузило
-а ουδ.βαρίδι (προσδεμένο σε βυθιζόμενο σώμα π.χ. αγκιστριού). -
11 отвес
-а α.νήμα της στάθμης, το βαρίδι, το ζύγι, η μολυβίθρα. || το κατακόρυφο, κα-τακορυφοτητα κρημνώρεια, το απόκρημνο•-скалы το απόκρημνο του βράχου.
-
12 привесить
ρ.σ.μ.1. κρεμώ, αναρτώ, εξαρτώ•привесить гирю на вервке δένω βαρίδι στην τριχιά.
2. επιθέτω βάρος.κρεμιέμαι, αν άρτι έ μα ι, εξαρτιέμαι. -
13 свинчатка
-и θ.1. ράβδος με εσώκλειστο μόλυβδο.2. βαρίδι, βολίδα (αλιευτικού αγκίστρου).
См. также в других словарях:
βαρίδι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 54 κάτ.) της Άνδρου. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Υδρούσας του νομού Κυκλάδων. * * * το (Α βαρύδιον και βαρύλλιον) νεοελλ. 1. το κινητό αντίβαρο της ζυγαριάς ή της… … Dictionary of Greek
βαρίδι — το 1. μικρό βάρος που κρέμεται από νήμα ή λεπτή αλυσίδα, για να τραβά προς τα κάτω: Το βαρίδι του εκκρεμούς. 2. το αντίβαρο της ζυγαριάς, τα σταθμά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βάριδι — βά̱ριδι , βᾶρις Et.Gud. fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… … Dictionary of Greek
καθετή — Εργαλείο ψαρέματος που αποτελείται από τεχνητό νήμα (πετονιά), ένα μεταλλικό βαρίδι και πολλά αγκίστρια σε απόσταση 25 40 εκ. μεταξύ τους. Κατά το παρελθόν συνήθιζαν να κατασκευάζουν την κ. από τρίχες ουράς αλόγων. Χρησιμοποιείται κυρίως για το… … Dictionary of Greek
κόπωση — Καταπόνηση· κούραση. (Ιατρ.) Κατάσταση κατάπτωσης των ικανοτήτων της αντίληψης, της προσοχής, της ψυχοκινητικής δραστηριότητας και της αντίδρασης σε εξωτερικά ερεθίσματα, που φυσιολογικά ακολουθεί μια παρατεταμένη προσπάθεια, σωματική ή… … Dictionary of Greek
μολυβήθρα — η·1. τεμάχιο μολύβδου, βαρίδι, που προσαρμόζεται στο άκρο τής ορμιάς και στη βάση τών διχτιών για ευχερέστερη καταβύθιση στο νερό 2. το βαρίδι τής στάθμης τών χτιστών 3. η καντηλήθρα 4. μολύβδινο έλασμα με το οποίο περιέβαλλαν τον πυριτόλιθο στα… … Dictionary of Greek
σηκός — Το μέρος του αρχαίου ελληνικού ναού όπου τοποθετούσαν το άγαλμα του θεού. Λέγεται επίσης και το κοίλωμα τοίχου για την τοποθέτηση αγάλματος. Με τον όρο σ. εξυπονοείται και ο κυρίως ναός. Στους αρχαίους ναούς ο σ. χωριζόταν σε δύο μέρη… … Dictionary of Greek
Verwaltungsgliederung von Andros — Die Gemeinde Andros (griechisch Δήμος Άνδρου) wurde auf Grund des Kallikratis Programms aus den drei Vorgängergemeinden der griechischen Insel Andros zum, 1. Januar, 2011 gebildet. Sie umfasst die gesamte Insel, Verwaltungssitz ist die Stadt … Deutsch Wikipedia
ακροβόλι — το μολυβένιο βαρίδι που κρεμούν στην πετονιά, κοντά στο τελευταίο αγκίστρι, για να βυθίζεται μέσα στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + βόλι] … Dictionary of Greek
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek