βαθύ-σκιος
1ετερόσκιος — ο (Α ἑτερόσκιος, ον) αυτός που ρίχνει σκιά προς το ίδιο πάντοτε μέρος (δηλ. μόνο προς το ένα μέρος) αρχ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἑτερόσκιοι αυτοί που κατοικούν βόρεια ή νότια τὼν τροπικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + σκιος (< σκιά), πρβλ. βαθύ… …
2εύσκιος — ο (ΑΜ εὔσκιος, ον) αυτός που σκιάζεται καλά (α. «εύσκιος πλατεία» β. «εὔσκιος Ἀχέροντος ἀκτά», Πίνδ.) νεοελλ. (για δένδρα) αυτός που ρίχνει άφθονη σκιά («εύσκιος πλάτανος») αρχ. σκοτεινός, κεκαλυμμένος, δυσδιάκριτος («εὔσκιος ἐπὶ τὴν κλίνην τῆς… …
3θεόσκιος — θεόσκιος, ον (Μ) αυτός που σκιάζεται προστατευτικά από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + σκιος (< σκιά), πρβλ. βαθύ σκιος, κατά σκιος] …
4μακρόσκιος — α, ο (AM μακρόσκιος, ον) αυτός που ρίχνει μεγάλη σκιά αρχ. (για λαούς) αυτός που κατοικεί μακριά από τον ισημερινό, δηλαδή σε μεγάλα γεωγραφικά πλάτη και δέχεται τις ακτίνες τού Ηλίου πολύ πλαγίως («οἱ μέν εἰσιν ἄσκιοι, οἱ δὲ βραχύσκιοι, οἱ δὲ… …
5μεγαλόσκιος — μεγαλόσκιος, ον (Α) αυτός που έχει μεγάλη σκιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + σκιά (πρβλ. βαθύ σκιος, δολιχό σκιος)] …
6παχύσκιος — α, ο αυτός που έχει πυκνή σκιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + σκιος (< σκιά), πρβλ. βαθύ σκιος] …
7πολύσκιος — α, ο / πολύσκιος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει ή ρίχνει πολλή σκιά, πολύ σκιερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σκιος (< σκιά), πρβλ. βαθύ σκιος] …
8φιλόσκιος — α, ο / φιλόσκιος, ον, ΝΑ (για φυτό) αυτός που ευδοκιμεί στην σκιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + σκιος (< σκιά), πρβλ. βαθύ σκιος] …