αὐτόφωρος
1αὐτόφωρος — self detected masc/fem nom sg …
2αυτόφωρος — η, ο (Α αὐτόφωρος, ον) (για αδίκημα) που διαπιστώθηκε την ώρα που το εκτελούσε ο δράστης νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το αυτόφωρο το δικαστήριο που δικάζει αυτόφωρα αδικήματα 2. φρ. «επ αυτοφώρω» κατά την εκτέλεση του αδικήματος αρχ. 1. αυτός που… …
3αυτόφωρος — η, ο αυτός που πιάστηκε την ώρα που έκανε το αδίκημα ή οποιαδήποτε άλλη κακή πράξη: Το αδίκημά του ήταν αυτόφωρο, γι αυτό θα δικαστεί αμέσως. Το ουδ. ως ουσ., το αυτόφωρο το δικαστήριο που δικάζει τα αυτόφωρα πταίσματα ή πλημμελήματα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4αὐτοφώρου — αὐτόφωρος self detected masc/fem/neut gen sg …
5αὐτοφώρους — αὐτόφωρος self detected masc/fem acc pl …
6αὐτοφώρων — αὐτόφωρος self detected masc/fem/neut gen pl …
7αὐτοφώρῳ — αὐτόφωρος self detected masc/fem/neut dat sg …
8αὐτόφωροι — αὐτόφωρος self detected masc/fem nom/voc pl …
9επαυτόφωρος — ἐπαυτόφωρος, ον (Α) ολοφάνερος, κατάδηλος, αυτόφωρος …
10αὐτοφώρωι — αὐτοφώρῳ , αὐτόφωρος self detected masc/fem/neut dat sg …