αἴ κεν

  • 1κεν — και κε (Α) (δυνητ. μόριο) αν. [ΕΤΥΜΟΛ. Δυνητικό μόριο που χρησιμοποιούνταν όπως το ἄν και απαντά με ποικίλες μορφές: στην επικ. ποίηση ως κεν, στην αιολ. και κυπριακή διάλεκτο ως κε και στη δωρ. ως κα. Ο τ. κεν (κυρίως προ φωνήεντος) συνδέεται με …

    Dictionary of Greek

  • 2κέν — κεν , ἄν 1 he came epic (enclitic indeclform particle) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3κεν(ο)- — (ΑΜ κεν[ο] και κενε[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) παρουσιάζει έλλειψη ή ανεπάρκεια («κενανδρία», «κενόσαρκος»), β) είναι άδειο («κεναγγία», «κενοτάφιο»), γ) είναι μεταφορικά άδειο, στερείται περιεχομένου… …

    Dictionary of Greek

  • 4κεν — ἄν 1 he came epic (enclitic indeclform particle) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 5κέν' — κενά , κενός empty neut nom/voc/acc pl κενά̱ , κενός empty fem nom/voc/acc dual κενά̱ , κενός empty fem nom/voc sg (doric aeolic) κενέ , κενός empty masc voc sg κεναί , κενός empty fem nom/voc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 6Λόουτς, Κεν — (Ken Loach, Γιορκσάιρ 1936 –). Βρετανός σκηνοθέτης και σεναριογράφος του κινηματογράφου. Αν και σπούδασε νομικά στην Οξφόρδη, υπερίσχυσε τελικά η αγάπη του για τη σκηνοθεσία. Βασικό μέλος του κινήματος free cinema, που εκδηλώθηκε στην πατρίδα του …

    Dictionary of Greek

  • 7Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …

    Dictionary of Greek

  • 8αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να …

    Dictionary of Greek

  • 9γεγήρακεν — γεγήρᾱκεν , γηράσκω grow old perf ind act 3rd sg (attic) γεγήρᾱκεν , γηράσκω grow old plup ind act 3rd pl (attic epic doric aeolic) γεγήρᾱκεν , γηράω grow old perf ind act 3rd sg (attic) γεγήρᾱκεν , γηράω grow old perf ind act 3rd sg (doric… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 10πεπέρακεν — πεπέρᾱκεν , περάω 1 drive right through perf ind act 3rd sg (attic) πεπέρᾱκεν , περάω 1 drive right through perf ind act 3rd sg (doric aeolic) πεπέρᾱκεν , περάω 1 drive right through plup ind act 3rd pl (attic epic doric aeolic) πεπέρᾱκεν ,… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)