απο

  • 111ἀποροφᾶν — ἀπό ῥοφάω sup greedily up pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἀπό ῥοφάω sup greedily up pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἀπό ῥοφάω sup greedily up pres part act masc nom sg (doric aeolic) ἀποροφᾶ̱ν , ἀπό ῥοφάω sup greedily up …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 112ἀπορροφᾶν — ἀπό ῥοφάω sup greedily up pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἀπό ῥοφάω sup greedily up pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἀπό ῥοφάω sup greedily up pres part act masc nom sg (doric aeolic) ἀπορροφᾶ̱ν , ἀπό ῥοφάω sup greedily… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 113ἀποφύῃ — ἀπό φύω bring forth aor subj mid 2nd sg ἀπό φύω bring forth aor subj act 3rd sg ἀποφύ̱ῃ , ἀπό φύω bring forth pres subj mp 2nd sg ἀποφύ̱ῃ , ἀπό φύω bring forth pres ind mp 2nd sg ἀποφύ̱ῃ , ἀπό φύω bring forth pres subj act 3rd sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 114βάρδος — (από το λατινικό bardus, κελτικής προέλευσης). Ποιητής και τραγουδιστής, ο οποίος στους κελτικούς λαούς (Γαλάτες, Ουαλούς και Σκοτσέζους) εξυμνούσε τα κατορθώματα των θεών και των εθνικών ηρώων, συνοδεύοντας το τραγούδι του με μια μικρή άρπα, που …

    Dictionary of Greek

  • 115μνα — (από το ακκαδικό manu). Μονάδα βάρους, την οποία χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι λαοί της ανατολικής Μεσογείου· για τους Βαβυλωνίους και τους Έλληνες αντιστοιχούσε με το 1/60 του ταλάντου. Οι Βαβυλώνιοι είχαν την ελαφρή μ., που αντιστοιχούσε με 502,2… …

    Dictionary of Greek

  • 116πασιφισμός — (από το λατινικό pax, ειρήνη). Σύνολο πολιτικών θεωριών και κινημάτων που, πιστεύοντας ότι η σταθερή ειρήνη είναι σκοπός θεμελιώδους σημασίας για την ανθρωπότητα, επιδιώκουν τη θεωρητική επεξεργασία και την πρακτική εφαρμογή των μέσων που… …

    Dictionary of Greek

  • 117τουρμπίνα — (από τη λατινική λέξη turbo = αντικείμενο που έχει τεθεί σε κυκλική κίνηση). Η τ. (στρόβιλος) είναι κινητήρας με πτερύγια (ή με σκαφίδια) που μετατρέπει την ενέργεια του ρεύματος νερού ή αερίου σε ωφέλιμο έργο. Ο απλούστερος τύπος τ. αποτελείται… …

    Dictionary of Greek

  • 118ΙΑΤΑ — (από τα αρχικά του αγγλικού International Air Transport Association = Διεθνής Ένωση Αεροπορικών Μεταφορών). Διεθνής οργανισμός εναέριων μεταφορών, που αντιπροσωπεύει περίπου 280 διεθνείς αεροπορικές εταιρείες, οι οποίες διενεργούν πάνω από το 95% …

    Dictionary of Greek

  • 119ἀπαγγελῶμεν — ἀπό ἀναγελάω laugh loud pres subj act 1st pl (attic epic ionic) ἀπό ἀναγελάω laugh loud pres ind act 1st pl ἀπό ἀναγελάω laugh loud fut ind act 1st pl ἀπό ἀναγελάω laugh loud imperf ind act 1st pl (homeric) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 120ἀπαλοῖ — ἀπό ἀλέω grind pres opt act 3rd sg (attic epic doric) ἀπό ἀλόω pres ind mp 2nd sg ἀπό ἀλόω pres opt act 3rd sg ἀπό ἀλόω pres ind act 3rd sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)