αποφοιτώ

  • 1αποφοιτώ — αποφοιτώ, αποφοίτησα βλ. πίν. 60 Σημειώσεις: αποφοιτώ : σπάνια η κλίση του ενεστ. κατά το αγαπάω (βλ. πίν. 58 ), κυρίως στον προφορικό λόγο …

    Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • 2αποφοιτώ — (AM ἀποφοιτῶ, άω) διακόπτω ή σταματώ τη φοίτηση μου νεοελλ. συμπληρώνω τις σπουδές μου μσν. φεύγω προς κάποια κατεύθυνση αρχ. 1. σταματώ τις ακροάσεις μου, δεν παρακολουθώ πια τα μαθήματα του δασκάλου μου 2. σταματώ να πηγαίνω στο σχολείο 3. δεν… …

    Dictionary of Greek

  • 3αποφοιτώ — ησα, τελειώνω τις σπουδές μου σε κάποιο σχολείο ή τις διακόπτω: Αποφοίτησε από το γυμνάσιο, αλλά δε συνέχισε στις σπουδές του …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 4ἀποφοιτῶ — ἀ̱ποφοιτῶ , ἀποφοιτάω cease to attend imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀποφοιτάω cease to attend pres imperat mp 2nd sg ἀποφοιτάω cease to attend pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἀποφοιτάω cease to attend pres ind act 1st sg (attic epic …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 5απο- — [ΕΤΥΜΟΛ. Το απο ως προρρηματικό ή προθεματικό στοιχείο προέρχεται από την πρόθεση από. Χρησιμεύει ως α΄ συνθετ. πολλών λέξεων της αρχαίας, μσν. και νέας Ελληνικής και σημαίνει: α) χωρισμό, απομάκρυνση αποβάλλω, απόδημος, απόμαχος αρχ. άπειμι,… …

    Dictionary of Greek

  • 6δάσκαλος — και διδάσκαλος, ο (θηλ. δασκάλα και δασκάλισσα και διδασκάλισσα, η) (AM διδάσκαλος, ο, η) 1. όποιος έχει ως επάγγελμα να διδάσκει άλλους, κυρίως τις πρώτες, απαραίτητες γνώσεις 2. αυτός που διδάσκει και προκαλεί αλλαγές («ο πόλεμος... βίαιος… …

    Dictionary of Greek

  • 7εκφοιτώ — ἐκφοιτῶ ( άω), ιων. τ. ἐκφοιτέω (Α) 1. βγαίνω συνεχώς, συνηθίζω να βγαίνω έξω 2. γεν. βγαίνω έξω, εξέρχομαι 3. τελειώνω τις σπουδές μου, αποφοιτώ 4. (για πράγμ.) κοινολογούμαι, διαδίδομαι 5. καταντώ, καταλήγω …

    Dictionary of Greek

  • 8προαποφοιτώ — άω, Α [ἀποφοιτῶ] 1. απέρχομαι προηγουμένως 2. πεθαίνω πρόωρα …

    Dictionary of Greek

  • 9συναποφοιτώ — άω, Α αποχωρώ συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀποφοιτῶ «φεύγω προς κάποια κατεύθυνση»] …

    Dictionary of Greek

  • 10βγάζω — έβγαλα, βγάλθηκα, βγαλμένος 1. αποσπώ, αφαιρώ κάτι: Έβγαλα το δόντι που με πονούσε. 2. εμφανίζω, αναδίνω: Το δέντρο έβγαλε μπουμπούκια. 3. παράγω, κερδίζω: Βγάζω πολλά χρήματα δουλεύοντας ως αντιπρόσωπος. 4. δημοσιεύω, εκδίδω έντυπο: Βγάζει… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)