αποζημιώνω
1αποζημιώνω — αποζημιώνω, αποζημίωσα βλ. πίν. 3 …
2αποζημιώνω — 1. πληρώνω αποζημίωση 2. ικανοποιώ τις απαιτήσεις κάποιου για βλάβη που του προξένησα 3. ανταμείβω κάποιον για εκδούλευση ή προσφορά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + ζημιώνω. Η λ. αποζημιώ ( όω) μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό… …
3αποζημιώνω — ίωσα, ιώθηκα, ιωμένος, πληρώνω για τη ζημία που έκανα, ικανοποιώ κάποιον ηθικά ή υλικά: Αποζημιώθηκε καλά για τα χωράφια που του πήρε ο δρόμος. – Τα επαινετικά λόγια του προϊσταμένου του τον είχαν αποζημιώσει για τους κόπους του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4έρκος — ἕρκος, τὸ (AM) φραγμός μσν. κιγκλίδωμα στη βάση τής κλίμακας τού άμβωνα αρχ. 1. περίβολος, φράκτης κήπων ή αμπελώνων 2. ο αυλόγυρος* 3. η αυλή τού σπιτιού 4. το όστρακο που περικλείει την πίννα 5. τείχος για υπεράσπιση, προμαχώνας 6. το δίχτυ, ο… …
5ανασώζω — (Α ἀνασῴζω) (Μ ἀνασώζω καί ἀνασώνω) διασώζω από κίνδυνο, γλυτώνω μσν. 1. αποζημιώνω, επανορθώνω 2. (αμτβ.) φτάνω, έρχομαι 3. μεταβιβάζω 4. συμπληρώνω, ολοκληρώνω αρχ. 1. διατηρώ στη μνήμη μου 2. (μέσ., ομαι) αποκτώ, κερδίζω πάλι, ανακτώ 3. παθ.… …
6ανταναφέρω — ἀνταναφέρω (Α) 1. αναφέρω κάτι σε κάτι άλλο 2. επανορθώνω, αποζημιώνω …
7αντελλογίζομαι — ἀντελλογίζομαι (Μ) αντισταθμίζω, συμψηφίζοντας αποζημιώνω …
8αποζημίωση — Το ποσό που υποχρεώνεται να καταβάλει κάποιος σε τρίτο, ως αποκατάσταση της ζημιάς που του προξένησε με πράξη ή παράλειψή του, αντίθετη προς τον νόμο. Σκοπός της α. είναι η υλική και ηθική –σε ορισμένες περιπτώσεις– αποκατάσταση του προσώπου που… …
9αποφέρω — (AM αποφέρω) νεοελλ. φέρω ως εισόδημα, αποδίδω ως κέρδος αρχ. μσν. 1. αποκαθιστώ, αποζημιώνω 2. ( ομαι) καρπώνομαι αρχ. Ι. 1. αποκομίζω, μεταφέρω από κάποιο μέρος σε άλλο 2. (για άνεμο) απωθώ 3. επαναφέρω 4. παραδίδω κάτι που έχει ζητηθεί 5.… …
10εξαγοράζω — (AM ἐξαγοράζω) [αγοράζω] 1. απελευθερώνω καταβάλλοντος λύτρα ή χρηματικό ποσό («εξαγοράζω τους αιχμαλώτους», «ἐξηγόρασας ἡμᾱς ἐκ τῆς κατάρας τοῡ Νόμου τῷ τιμίῳ Σου αἵματι») 2. αγοράζω κάτι στο ακέραιο, εξολοκλήρου («εξαγόρασε τις μετοχές τής… …
- 1
- 2