απαγορεύεται η είσοδος

  • 21άβατο — Το εσωτερικό και πιο απομονωμένο τμήμα του αρχαίου ναού. Ά. ονόμαζαν επίσης οι αρχαίοι Έλληνες κάθε ιερό χώρο (ιερό άλσος κλπ.). Το ά. λεγόταν στην περίπτωση ναού και άδυτο. Μοναστηριακό εξάλλου ά. λέγεται ο θεσμός των μοναστηριών που απαγορεύει… …

    Dictionary of Greek

  • 22Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …

    Dictionary of Greek

  • 23ιππική — Όρος που χρησιμοποιείται για να εκφράσει το σύνολο των αγώνων που διεξάγονται με άλογα και κατά προέκταση ό,τι αφορά την εκτροφή και την εκγύμναση των αλόγων. Η ι. από αθλητική άποψη διαιρείται σε ιππασία και ιππικούς αγώνες. ιππασία. Η τέχνη της …

    Dictionary of Greek

  • 24Κολομβία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κολομβίας Έκταση: 1.141.748 τ. χλμ. Πληθυσμός: 42.492.326 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπογκοτά (6.712.247 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Παναμά, στα Α με τη Βενεζουέλα και τη Βραζιλία …

    Dictionary of Greek

  • 25Πάρσοι — Όνομα που σήμαινε αρχικά Πέρσες και με το οποίο χαρακτηρίζονται οι απόγονοι της ζωροαστρικής κοινότητας που μετανάστευσαν στην Ινδία, μετά την κατάκτηση της Περσίας από τους Άραβες, για να μην υποχρεωθούν να ασπαστούν τον ισλαμισμό (7ος – 8ος… …

    Dictionary of Greek