ανύπαντρος
1ανύπαντρος — κ. νδρος, η, ο ο άγαμος …
2ανύπαντρος — η, ο άγαμος: Έχει ανύπαντρες τις αδελφές του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3άγαμος — η, ο (Α ἄγαμος, ον) [γάμος] ανύπαντρος αρχ. 1. (κυρίως για άντρες) αυτός που δεν έχει γυναίκα, ανύπαντρος ή χήρος (για την ανύπαντρη γυναίκα λέγεται το «ἄνανδρος») 2. φρ. «γάμος ἄγαμος», ολέθριος, μοιραίος γάμος …
4άζυγος — η, ο (Α ἄζυγος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν μπήκε κάτω από ζυγό («άζυγο μοσχάρι») 2. που δεν αποτελεί ζευγάρι, μόνος («άζυγα όργανα τού σώματος») αρχ. 1. αυτός που δεν υποβλήθηκε στον ζυγό του γάμου, ανύπαντρος, άγαμος 2. ασυνταίριαστος,… …
5άλεκτρος — ἄλεκτρος, ον (Α) [λέκτρον] 1. αυτός που δεν αξιώθηκε νυφικό κρεβάτι, άγαμος, ανύπαντρος 2. που δεν κοιμήθηκε, άυπνος 3. (για γάμο) παράνομος, ανόσιος …
6αγαμία — Η κατάσταση του αγάμου. H α. καταδικάστηκε από τους αρχαίους νομοθέτες. Στην αρχαία Σπάρτη, ήταν παράπτωμα, και οι άγαμοι παραπέμπονταν σε δίκη. Η σχετική αγωγή λεγόταν αγαμίου γραφή,και υπήρχαν επίσης δίκες οψιγαμίου και κακογαμίου.Στους… …
7αζάπης — Λέξη αραβοτουρκικής προέλευσης, που στους Βυζαντινούς και Ιταλούς, τον 14ο 16ο αι., σήμαινε τους πειρατές. Στους Οθωμανούς είχε την έννοια των άτακτων αντρών που συνόδευαν τις τακτικές στρατιωτικές δυνάμεις και τους χρησιμοποιούσαν σε βοηθητικές… …
8αζάτης — ο [αζάτι] 1. απειθάρχητος, ανυπότακτος, άτακτος 2. αυτός που δεν σύρει πίσω του ζώο α) ελεύθερος, χωρίς βάρος β) πεζός 3. άγαμος, ανύπαντρος (με επίδραση τού αζάπης) …
9ανύμφευτος — κ. ανύφευτος, η, ο (AM ἀνύμφευτος, ον) άγαμος, ανύπαντρος («εδώ κοιμάτ αφέντης μας τ όμορφο παλληκάρι τ όμορφο και τ ανύφευτο, μόν αρραβωνιασμένο», Δημοτικό «Χαῑρε, Νύμφη ἀνύμφευτε», προσφώνηση της Θεοτόκου στον Ακάθιστο Ύμνο «ἀνύμφευτος αἰὲν… …
10απάντρευτος — η, ο άγαμος, ανύπαντρος …