ανόργανη

  • 81Γκράχαμ, Τόμας — (Thomas Graham, Γλασκόβη 1805 – Λονδίνο 1869). Βρετανός χημικός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της γενέτειράς του από το 1837 έως το 1855 και διετέλεσε καθηγητής της χημείας στο πανεπιστημιακό κολέγιο του Λονδίνου. Το 1836 ανακηρύχθηκε μέλος της… …

    Dictionary of Greek

  • 82διαγένεση — Όρος της γεωλογίας ο οποίος περιλαμβάνει το σύνολο των φυσικοχημικών και μηχανικών φαινομένων που μετατρέπουν τα ασύνδετα ιζήματα σε πραγματικά πετρώματα, τροποποιώντας τη δομή, τον ιστό ή ακόμα τη χημική τους σύσταση. Μετά τη διάβρωση πετρωμάτων …

    Dictionary of Greek

  • 83Λε Σατελιέ, Ανρί Λουί — (Henri Louis Le Châtelier, Παρίσι 1850 – Μιριμπέλ λεζ Εσέλ, Ιζέρ 1936). Γάλλος φυσικός και χημικός. Σπούδασε στο πολυτεχνείο του Παρισιού και σε πολύ νεαρή ηλικία απέκτησε πτυχίο στη χημεία. Την περίοδο 1879 98 δίδαξε γενική και ανόργανη χημεία… …

    Dictionary of Greek

  • 84Λούξορ — (αιγυπτ. El Uqsor, διεθν. Luxor). Πόλη (360.503 κάτ. το 1996) της Αιγύπτου και κυβερνείο (επαρχία) της χώρας στην Άνω Αίγυπτο. Η πόλη βρίσκεται στην ανατολική όχθη του Νείλου και είναι χτισμένη, μαζί με τη γειτονική Ελ Καρνάκ, στην τοποθεσία των… …

    Dictionary of Greek

  • 85μαστιγοφόρα ή μαστιγωτά — Ομοταξία πρωτοζώων, που χαρακτηρίζονται από την παρουσία ενός ή περισσότερων μαστιγίων ως οργανίδια κίνησης, τουλάχιστον σε κάποιο στάδιο της ζωής τους. Τα μ. θεωρούνται τα πιο πρωτόγονα από όλες τις ομάδες των πρωτοζώων. Αποτελούν έναν σύνδεσμο… …

    Dictionary of Greek

  • 86Μουασάν, Ανρί Φερντινάν Φρεντερίκ — (Henri Ferdinand Frederic Moissan, Παρίσι 1852 – 1907). Γάλλος χημικός. Ξεκίνησε την επιστημονική του σταδιοδρομία διδάσκοντας στο Παρίσι, αρχικά στο Ινστιτούτο Αγρονομίας και στη συνέχεια στο Ινστιτούτο Τοξικολογίας. Το 1900 διορίστηκε καθηγητής …

    Dictionary of Greek

  • 87Μπέκμαν, Ερνστ — (Ernst Beckmann, Ζόλινγκεν 1853 – Βερολίνο 1923). Γερμανός φυσικός και χημικός. Μαθητής του Κόλμπε και του Όστβαλντ, έγινε αργότερα καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Έκανε ενδιαφέρουσες έρευνες στην οργανική χημεία, στη φυσικοχημεία και… …

    Dictionary of Greek

  • 88νιτρικό οξύ — Χημική ανόργανη ένωση (H ΝΟ3), ένα από τα ισχυρότερα γνωστά οξέα· στο Μεσαίωνα το χρησιμοποιούσαν οι χαράκτες για εργασίες πάνω σε χαλκό, με το όνομα «άκουα φόρτε». Τα άλατά του συναντιούνται αρκετά στη φύση: στη λιθόσφαιρα βρίσκονται το νιτρικό… …

    Dictionary of Greek

  • 89Περούτζ, Μαξ Φέρντιναντ — (Perutz, Βιέννη 1914). Άγγλος χημικός αυστριακής καταγωγής (Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Βιέννης και ύστερα στο Καίμπριτζ, στο τμήμα ερευνών του εργαστηρίου Κάβεντις, όπου αφοσιώθηκε στην ανόργανη χημεία και ειδικότερα στη δομή των κρυστάλλων με …

    Dictionary of Greek

  • 90Πιρία, Ραφαέλε — (Piria, Σίλα, Ρέτζιο Καλαβρίας 1813 – Tορίνο 1865). Ιταλός χημικός, ο οποίος θεωρείται ιδρυτής της ιταλικής σχολής οργανικής χημείας. Σπούδασε στη Νάπολη και στο Παρίσι (1836 39) και διετέλεσε καθηγητής στα πανεπιστήμια της Πίζας και του Τορίνο.… …

    Dictionary of Greek