ανόργανη

  • 71χλωροσουλφονικός — ή, ό, Ν φρ. «χλωροσουλφονικό οξύ» χημ. ανόργανη χημική ένωση, μονοχλωριωμένο παράγωγο τού θειικού οξέος, αλλ. χλωροθειικό οξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. chlorosulfonic < chloro (< χλωρ[ο] *) + sulfonic «σουλφονικό»] …

    Dictionary of Greek

  • 72χρωμύλιο — το, Ν χημ. ανόργανη δισθενής ρίζα ενός ατόμου χρωμίου και δύο ατόμων οξυγόνου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. chromyl < chrom (< χρώμα) + κατάλ. yl (< ύλη) τής χημ. ορολογίας] …

    Dictionary of Greek

  • 73αβιογένεση ή αυτόματη γένεση — Παλαιότερη θεωρία που εξηγούσε τη δημιουργία των σύγχρονων οργανισμών από ανόργανη ύλη. Ιδιαίτερα λίγο πριν από την εποχή του Παστέρ,η αυτόματη γένεση των μικροοργανισμών από ανόργανες ύλες ήταν η μοναδική παραδεκτή θεωρία. Από τη στιγμή όμως που …

    Dictionary of Greek

  • 74αμφοτερισμός ή επαμφοτερισμός — Χαρακτηριστική ιδιότητα που έχουν τα υδροξυλικά παράγωγα μερικών χημικών στοιχείων (τα οποία ονομάζονται επαμφοτερίζοντα στοιχεία) να συμπεριφέρονται είτε ως βάσεις είτε ως οξέα. Επαμφοτερίζοντα στοιχεία είναι κατά κανόνα οι ασθενείς βάσεις και… …

    Dictionary of Greek

  • 75Ανδρομάχη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ηρωίδα της Τροίας, κόρη του Ηετίωνα, βασιλιά της Θήβης (Μυσίας) και σύζυγος του Έκτορα. Στην Ιλιάδα περιγράφεται ως πιστή και τρυφερή σύζυγος. Ονομαστή είναι η σκηνή του αποχαιρετισμού μεταξύ Έκτορα και Α. και ο θρήνος της… …

    Dictionary of Greek

  • 76απολιθωμένα δάση — Ο όρος αναφέρεται στο οικοσύστημα του παρελθόντος που κάτω από ευνοϊκές συνθήκες απολιθώθηκε, πέτρωσε. Τα α.δ. διεθνώς θεωρούνται ανεπανάληπτα γεωλογικά μνημεία τεράστιας επιστημονικής αξίας, λόγω του μεγάλου πλούτου απολιθωμένης χλωρίδας που… …

    Dictionary of Greek

  • 77Αρχύτας ο Ταραντίνος — (περ. 430 – 350 π.Χ.).Πυθαγόρειος φιλόσοφος, μαθηματικός, αστρονόμος και πολιτικός. Θεωρείται πνευματικός αρχηγός του νεότερου πυθαγορισμού. Εξέχουσα πολιτική φυσιογνωμία, υπήρξε για πολλά χρόνια προεστός και διετέλεσε επτά φορές στρατηγός της… …

    Dictionary of Greek

  • 78βολονταρισμός — Η αντίληψη σύμφωνα με την οποία η βούληση κατέχει τα πρωτεία σε σχέση με άλλες ανθρώπινες λειτουργίες, όπως η νόηση (ταυτόσημοι είναι και οι όροι βουλησιαρχία και βουλησιοκρατία). Αφορά τους τομείς της μεταφυσικής, της ψυχολογίας και της ηθικής.… …

    Dictionary of Greek

  • 79Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …

    Dictionary of Greek

  • 80Γκάτερμαν, Λούντβιχ — (Ludwig Gattermann, Γκόσλαρ 1860 – Φράιμπουργκ 1920).Γερμανός χημικός. Δίδαξε χημική τεχνολογία στα πανεπιστήμια του Γκέτινγκεν, της Χαϊδελβέργης και του Φράιμπουργκ, και ασχολήθηκε με αξιόλογες μελέτες, τόσο στην ανόργανη όσο και στην οργανική… …

    Dictionary of Greek