ανόργανη

  • 61υποχλωριώδης — ες, Ν φρ. α) «υποχλωριώδες οξύ» χημ. ανόργανη χημική ένωση, στην οποία το χλώριο βρίσκεται με αριθμό οξείδωσης + 1, που είναι εξαιρετικά ασταθές μονοβασικό οξύ το οποίο απαντά μόνο με τη μορφή αραιών υδατικών διαλυμάτων, διασπώμενο προς… …

    Dictionary of Greek

  • 62υποϊωδιώδης — ες, Ν φρ. 1. «υποϊωδιώδες οξύ» χημ. ανόργανη χημική ένωση τού ιωδίου, πολύ ασθενές μονοβασικό οξύ, ασταθές σε ελεύθερη κατάσταση 2. «υποϊωδιώδη άλατα» χημ. τα άλατα τού παραπάνω οξέος …

    Dictionary of Greek

  • 63φθοριοπυριτικός — ή, ό, Ν φρ. α) «φθοριοπυριτικό άλας» χημ. άλας τού φθοριοπυριτικού οξέος β) «φθοριοπυριτικό οξύ» χημ. ανόργανη χημική ένωση τού φθορίου και τού πυριτίου, γνωστή και ως εξαφθοπυριτικό οξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 64φθοριοσουλφονικός — ή, ό, Ν φρ. «φθοριοσουλφονικό οξύ» χημ. ανόργανη χημική ένωση τού φθορίου και τού θείου, που παρασκευάζεται κατά την επίδραση άνυδρου υδροφθορίου στο θειικό οξύ ή στο τριοξείδιο τού θείου. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου πρβλ. αγγλ. (acid)… …

    Dictionary of Greek

  • 65φυσιολογία — Είναι η επιστήμη των φυσιολογικών λειτουργιών των έμβιων όντων. Αντικείμενό της αποτελούν π.χ. η θρέψη, ο μεταβολισμός, η δραστηριότητα των διαφόρων συστημάτων και η εσωτερική οργάνωση των έμβιων όντων, οι αντιδράσεις στις μεταβολές του… …

    Dictionary of Greek

  • 66φωσφίνη — η, Ν χημ. ανόργανη χημική ένωση τού φωσφόρου με το υδρογόνο, πολύ τοξικό, άχρωμο και εύφλεκτο αέριο, που σχηματίζει μια σειρά παραγώγων του, γνωστών με την περιληπτική ονομασία φωσφίνες, στα μόρια τών οποίων ένα ή περισσότερα άτομα υδρογόνου… …

    Dictionary of Greek

  • 67φωσφοριβόζη — η, Ν (βιοχ.) φωσφορυλιωμένη ριβόζη, δηλαδή ριβόζη στο μόριο τής οποίας έχει συνδεθεί μια ανόργανη φωσφορική ρίζα, αλλ. φωσφορική ριβόζη. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. phosphorivose] …

    Dictionary of Greek

  • 68φωσφορώδης — ες, Ν 1. φωσφορούχος 2. φρ. α) «φωσφορώδες οξύ» χημ. ανόργανη χημική ένωση, οξυγονούχο οξύ τού φωσφόρου, που, ορθότερα, ονομάζεται ορθοφωσφορώδες οξύ β) «φωσφωρώδη άλατα» χημ. τα άλατα τού φωσφορώδους οξέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωσφόρος. Η λ.… …

    Dictionary of Greek

  • 69χημεία — Η επιστήμη που μελετά τη σύσταση των ουσιών, τις αντιδράσεις τους και την παρασκευή τους. Παρότι ο ορισμός αυτός είναι ελλιπής ως προς τους σκοπούς της χ. είναι αρκετά πρόσφατος και απαιτήθηκαν αιώνες για να συμπληρωθεί. Η πολυπλοκότητα των… …

    Dictionary of Greek

  • 70χλωραμίνη — η, Ν 1. χημ. ανόργανη χημική ένωση, που αποτελεί χημικό ενδιάμεσο κατά την παρασκευή τής υδραζίνης 2. (φαρμ.) αζωτούχο, ανάλογο τού υποχλωριώδους, οξύ, που χρησιμοποιείται ως αντισηπτικό τραυμάτων και για την απολύμανση τού νερού. [ΕΤΥΜΟΛ.… …

    Dictionary of Greek