ανόργανη

  • 21μαλακία — Μεγάλο φύλο του ζωικού βασιλείου, το οποίο περιλαμβάνει ζώα με μαλακό σώμα –όπως υποδηλώνει και η ονομασία τους– το οποίο βρίσκεται μέσα σε ένα σκληρό ασβεστολιθικό κέλυφος. Στερούνται μεταμέρειας και έχουν αμφίπλευρη συμμετρία, η οποία μερικές… …

    Dictionary of Greek

  • 22μελιτζάνα — Κοινή ονομασία του φυτού Solanum melongena, της οικογένειας των σολανιδών (δικοτυλήδονα). Πρόκειται για πολυετές ποώδες φυτό, ιθαγενές της Αφρικής και της Ασίας. Ο βλαστός της καλύπτεται με όρθιο και κοντό τρίχωμα, είναι αποξυλωμένος στη βάση του …

    Dictionary of Greek

  • 23μιθριδατισμός — (Ιατρ.). Ο εθισμός του οργανισμού σε μεταλλικές ή οργανικές τοξικές ουσίες, που προκαλείται με τη λήψη μικρών αρχικά δόσεων, οι οποίες σταδιακά αυξάνουν. Ο όρος προέρχεται από το όνομα του βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη, ο οργανισμός του οποίου… …

    Dictionary of Greek

  • 24μικαλέξ — το (ηλεκτρολ.) ανόργανη τεχνητή ουσία με μεγάλη αντοχή σε μηχανικές καταπονήσεις, στην υψηλή θερμοκρασία και στη δράση οξέων, η οποία αποτελεί συστατικό ηλεκτρικών μονωτήρων σε ειδικά ηλεκτρονικά όργανα …

    Dictionary of Greek

  • 25νιτρικός — ή, ό (Α νιτρικός, ή, όν) [νίτρο(ν)] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο νίτρο ή αυτός που περιέχει νίτρο 2. χημ. χαρακτηρισμός τών αλάτων και τών εστέρων τού νιτρικού οξέος (α. «νιτρικό αμμώνιο» β. «νιτρικό κάλιο» γ. «νιτρικός… …

    Dictionary of Greek

  • 26νιτρώδης — ες (Α νιτρώδης, ῶδες) [νίτρον] αυτός που περιέχει νίτρο ή νιτρικό οξύ σε αφθονία νεοελλ. 1. χαρακτηρισμός τών αλάτων και τών εστέρων τού νιτρώδους οξέος 2. φρ. α) «νιτρώδεις ατμοί» χημ. αέριο μίγμα που αποτελείται από οξείδια τού αζώτου και… …

    Dictionary of Greek

  • 27οξ(ε)ίδιο — το (Α ὀξείδιον και ὀξίδιον) νεοελλ. χημικό σώμα που σχηματίζεται από την ένωση τού οξυγόνου με ένα στοιχείο ή με μία ρίζα (α. «βασικά οξείδια» τα ιοντικά οξείδια μετάλλων που σχηματίζουν, όταν είναι διαλυτά, αλκαλικά διαλύματα β. «όξινα οξείδια»… …

    Dictionary of Greek

  • 28οργανικός — ή, ό (Α ὀργανικός, ή, όν) [όργανον] 1. αυτός που χρησιμεύει ως όργανο 2. αυτός που αποτελείται από όργανα 3. αυτός που ανήκει στις λειτουργίες τού ανθρώπινου οργανισμού νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όργανο ή σε ζώντα οργανισμό 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 29ορθο- — (II) χημ. α) πρόθεμα που χρησιμοποιείται στην ανόργανη και στην οργανική χημεία για να χαρακτηρίσει τα οξέα με κανονικό βαθμό ενυδάτωσης (α. «ορθομυρμηκικό οξύ» β. «ορθοφωσφορικό οξύ») β) πρόθεμα που χρησιμοποιείται στην οργανική χημεία στην… …

    Dictionary of Greek

  • 30ουρανύλιο — το χημ. ανόργανη δισθενής ρίζα που περιέχεται στη σύνθεση ορισμένων ουρανικών αλάτων, γνωστών ως αλάτων τού ουρανυλίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. uranyle (< ουράνιο + κατάλ. ύλιο)] …

    Dictionary of Greek