Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ανταπόδοση

См. также в других словарях:

  • ανταπόδοση — η το να ανταποδίνει κανείς: Δεν περιμένω ανταπόδοση γι αυτά που κάνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανταπόδοση — (Λογ.).Σχήμα λόγου όπου οι εικόνες και οι παραβολές ανταποκρίνονται ακριβώς στα πράγματα που στάθηκαν αφορμή για να χρησιμοποιηθούν οι εικόνες και οι παραβολές. Κλασικό παράδειγμα α. έχουμε στον λόγο του Αισχίνη κατά του Κτησιφώντα: «Όπως… …   Dictionary of Greek

  • μισθός — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα για τον χαρακτηρισμό της αμοιβής της εξαρτημένης εργασίας. Με την έννοια αυτή ο όρος έχει ευρύτερη σημασία από αυτήν με την οποία χρησιμοποιείται στην κοινή γλώσσα. Πράγματι, περιλαμβάνει, εκτός από …   Dictionary of Greek

  • ρεβάνς — η, Ν 1. ανταπόδοση 2. αντεκδίκηση 3. δεύτερη συνάντηση μεταξύ δύο ομάδων στα πλαίσια αθλητικής διοργάνωσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. revanche «ανταπόδοση, αντεκδίκηση» (< re + λατ. vindico «ζητώ, εγείρω αξιώσεις»)] …   Dictionary of Greek

  • τίσις — εως, ἡ, Α [τίνω] 1. ανταπόδοση, εκδίκηση («ἦλθε χρησμὸς ὡς τίσις ἥξει ἀπὸ θαλάσσης χαλκέων ἀνδρῶν ἐπιφανέντων», Ηρόδ.) 2. (με καλή και κακή σημ.) δύναμη για ανταπόδοση ή ανταμοιβή («Ζεύς μοι τῶν τε φίλων δοίη τίσιν... τῶν τ ἐχθρῶν», Θέογν.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • -τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… …   Dictionary of Greek

  • άμειψις — ἄμειψις ( έως), η (Α) [ἀμείβω] 1. αλλαγή, ανταλλαγή 2. μεταβολή, αλλοίωση 3. διαδοχή 4. ανταπόδοση 5. εύστροφη απάντηση, ανταπάντηση …   Dictionary of Greek

  • έκτιση — και έκτειση, η (Α ἔκτισις και ἔκτεισις) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εκτίνω 1. απότιση, πληρωμή, εξόφληση 2. αρχ. ανταπόδοση, ανταμοιβή, εκδίκηση …   Dictionary of Greek

  • ήμος — ἦμος (επικ. ιων. τ.), δωρ. τ. ἆμος (Α) 1. (ως ανταπόδοση στον σύνδ. τῆμος ή στις φρ. «τότ ἔπειτα», «καὶ τότε δή», «δὴ τότε») όταν, κατά τον χρόνο που, σαν («ἦμος δ ἠέλιος μέσον οὐρανὸν ἀμφιβεβήκει, καὶ τότε δὴ χρύσεια πατὴρ ἐτίταινε τάλαντα», Ομ …   Dictionary of Greek

  • αγαθοεργώ — ἀγαθοεργῶ και ουργῶ ( έω) (Α) [ἀγαθοεργός] κάνω καλές πράξεις, ασκώ τη φιλανθρωπία χωρίς να ελπίζω σε αντάλλαγμα ή ανταπόδοση από αυτόν που βοηθώ, είμαι φιλάνθρωπος, ευεργετώ …   Dictionary of Greek

  • αλλαγή — Μεταβολή, μετατροπή. Λέγεται επίσης ανταλλαγή (σε είδη εμπορίου, κινητά ή ακίνητα πράγματα)· η αντικατάσταση φρουράς, ο καθαρισμός και επίδεση πληγής. Στα αρχαία ελληνικά α. σήμαινε το κέρδος του αργυραμοιβού από την ανταλλαγή νομισμάτων. Επίσης …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»