-
1 ανταπόδοση
[антаподоси] ома. Θ. возврат, оплата,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ανταπόδοση
-
2 реванш
-
3 отплата
-ы θ.ξεπλέρωμα, ανταπόδοση• αντεκδίκηση•отплата в -у ανταπόδοση.
-
4 реванш
-а α.ανταπόδοση• αντεκδίκηση, ρεβάνς•готовиться к -у ετοιμάζομαι για την ανταπόδοση•
дать реванш ανταποδίνω.
-
5 возврат
возвратм ἡ ἐπιστροφή, ὁ γυρισμός/ ἡ ἐξόφληση [-ις], τό ξεπλήρωμα (ссуды, денег):\возврат долга ἡ ἐπιστροφή (или ἡ ἀνταπόδοση) τοῦ χρέους. -
6 огветный
огвет||ныйприл:\огветныйное заявление ἡ ἀντιδήλωση [-ις]· \огветныйное чувство τό ἀμοιβαϊο αίσθημα, ἡ ἀνταπόκριση· \огветныйное письмо ἡ ἀπάντηση· \огветныйный удар τό ἀντιχτύπημα, ἡ ἀνταπόδοση χτυπήματος. -
7 отплата
отплатаж ἡ ἀνταπόδοση [-ις] / ἡ ἐκ-δίκηση [-ις], ἡ ἀντεκδίκηση [-ις] (возмездие). -
8 реванш
реваншм в разн. знач. ἡ ρεβάνς, ἡ ἀνταπόδοση [-ις], ἡ ἀντεκδίκηση [-ις]. -
9 отплата
[ατπλάτα] ουσ. θ. ανταπόδοση -
10 отплата
[ατπλάτα] ουσ θ ανταπόδοση -
11 от...
κ. ото... κ. отъ..., πρόθεμαΧρησιμοποιείται για το σχημαρισμό ρημάτων και σημαίνει: α) απομάκρυνση• ξεχώρισμα: отбежать, отплыть, отступить, β) απόσπαση μέρους από το όλο• αποκοπή: отвязать, откусить, отрезать. γ) αντενέργεια, ανταπόδοση, ανταπάντηση: отблагодарить, отдарить, откликнуться, δ) τέλος ή σταμάτημα της ενέργειας: отбарабанить, отгулять, отзаниматься, ε) λήξη (εντατ ικής) ενέργειας: отстегать, отшлёпать; отделать, отшлифовать, ζ) με το μόριο «-ся» απόκλιση, έκπτωση, ξέπεσμα: отговориться, отбояриться, η) συνέχεια της ενέργειας πέρα από το κανονικό, υπέρ το δέον: отлежать, отсидеть. -
12 плата
-ы θ.πληρωμή καταβολή χρημάτων•плата долгов πληρωμή των χρεών•
производить -у κάνω πληρωμή, πληρώνω•
квартирная плата το νοίκι κατοικίας (διαμερίσματος)•
арендная -μίσθωση γης•
плата за вход πληρωμή εισόδου•
плата за работу πληρωμή εργασίας, τα εργατικά•
плата за маклерский труд τα μεσιτικά•
плата за извоз τα αμαξάδικα, τα μεταφορικά•
плата за нам το ενοίκιο•
плата за помол τα αλεστικά•
плата вперд η προκαταβολή•
поднная плата το ημερομίσθιο, το μεροκάματο.
|| μτφ. ανταπόδοση, αμοιβή, πληρωμή με το ίδιο νόμισμα. -
13 реваншизм
-а α.ρεβανσισμός, ανταπόδοση.
См. также в других словарях:
ανταπόδοση — η το να ανταποδίνει κανείς: Δεν περιμένω ανταπόδοση γι αυτά που κάνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανταπόδοση — (Λογ.).Σχήμα λόγου όπου οι εικόνες και οι παραβολές ανταποκρίνονται ακριβώς στα πράγματα που στάθηκαν αφορμή για να χρησιμοποιηθούν οι εικόνες και οι παραβολές. Κλασικό παράδειγμα α. έχουμε στον λόγο του Αισχίνη κατά του Κτησιφώντα: «Όπως… … Dictionary of Greek
μισθός — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα για τον χαρακτηρισμό της αμοιβής της εξαρτημένης εργασίας. Με την έννοια αυτή ο όρος έχει ευρύτερη σημασία από αυτήν με την οποία χρησιμοποιείται στην κοινή γλώσσα. Πράγματι, περιλαμβάνει, εκτός από … Dictionary of Greek
ρεβάνς — η, Ν 1. ανταπόδοση 2. αντεκδίκηση 3. δεύτερη συνάντηση μεταξύ δύο ομάδων στα πλαίσια αθλητικής διοργάνωσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. revanche «ανταπόδοση, αντεκδίκηση» (< re + λατ. vindico «ζητώ, εγείρω αξιώσεις»)] … Dictionary of Greek
τίσις — εως, ἡ, Α [τίνω] 1. ανταπόδοση, εκδίκηση («ἦλθε χρησμὸς ὡς τίσις ἥξει ἀπὸ θαλάσσης χαλκέων ἀνδρῶν ἐπιφανέντων», Ηρόδ.) 2. (με καλή και κακή σημ.) δύναμη για ανταπόδοση ή ανταμοιβή («Ζεύς μοι τῶν τε φίλων δοίη τίσιν... τῶν τ ἐχθρῶν», Θέογν.) 3.… … Dictionary of Greek
-τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… … Dictionary of Greek
άμειψις — ἄμειψις ( έως), η (Α) [ἀμείβω] 1. αλλαγή, ανταλλαγή 2. μεταβολή, αλλοίωση 3. διαδοχή 4. ανταπόδοση 5. εύστροφη απάντηση, ανταπάντηση … Dictionary of Greek
έκτιση — και έκτειση, η (Α ἔκτισις και ἔκτεισις) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εκτίνω 1. απότιση, πληρωμή, εξόφληση 2. αρχ. ανταπόδοση, ανταμοιβή, εκδίκηση … Dictionary of Greek
ήμος — ἦμος (επικ. ιων. τ.), δωρ. τ. ἆμος (Α) 1. (ως ανταπόδοση στον σύνδ. τῆμος ή στις φρ. «τότ ἔπειτα», «καὶ τότε δή», «δὴ τότε») όταν, κατά τον χρόνο που, σαν («ἦμος δ ἠέλιος μέσον οὐρανὸν ἀμφιβεβήκει, καὶ τότε δὴ χρύσεια πατὴρ ἐτίταινε τάλαντα», Ομ … Dictionary of Greek
αγαθοεργώ — ἀγαθοεργῶ και ουργῶ ( έω) (Α) [ἀγαθοεργός] κάνω καλές πράξεις, ασκώ τη φιλανθρωπία χωρίς να ελπίζω σε αντάλλαγμα ή ανταπόδοση από αυτόν που βοηθώ, είμαι φιλάνθρωπος, ευεργετώ … Dictionary of Greek
αλλαγή — Μεταβολή, μετατροπή. Λέγεται επίσης ανταλλαγή (σε είδη εμπορίου, κινητά ή ακίνητα πράγματα)· η αντικατάσταση φρουράς, ο καθαρισμός και επίδεση πληγής. Στα αρχαία ελληνικά α. σήμαινε το κέρδος του αργυραμοιβού από την ανταλλαγή νομισμάτων. Επίσης … Dictionary of Greek