ανοιξιάτικος
1ανοιξιάτικος — η, ο επίρρ. α αυτός που γίνεται την άνοιξη: Ο καιρός σήμερα είναι ανοιξιάτικος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2ανοιξιάτικος — η, ο αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στην εποχή της άνοιξης, εαρινός …
3εαρινός — ή, ό (AM ἐαρινός, ή, όν Α και εἰαρινός, ή, όν και ἠρινός, ή, όν) [έαρ] ανοιξιάτικος αρχ. (το ουδ. εν. ως επίρρ.) ἐαρινόν την εποχή τής ανοίξεως …
4ηρινός — ἠρινός, ή, όν (Α) 1. εαρινός, ανοιξιάτικος («ἠρινά φύλλα», Πίνδ.) 2. (το ουδ. εν. ή πληθ. ως επίρρ.) ἠρινὸν και ἠρινά κατά την άνοιξη («ὅταν ἠρινά... χελιδὼν κελαδῇ», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εαρινός*, με συναίρεση] …
5κεφαλιάτικος — η, ο 1. αυτός που αναφέρεται στον κατ άτομο υπολογισμό 2. το ουδ. ως ουσ. το κεφαλιάτικο ο κεφαλικός φόρος, το χαράτσι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφάλι + κατάλ. ιάτικος (πρβλ. ανοιξιάτικος, μην ιάτικος)] …
6πρωτομαρτιά — η, Ν 1. η πρώτη μέρα τού Μαρτίου 2. (λαογρ.) (στο λαϊκό καλαντάρι) μέρα που έχει τη σημασία πρωτοχρονιάς, καθώς ο Μάρτιος είναι ο πρώτος ανοιξιάτικος μήνας, ενώ παλαιότερα θεωρούνταν και ως ο πρώτος μήνας τού χρόνου, γεγονός που συνετέλεσε στη… …
7εαρινός — ή, ό 1. που γίνεται την άνοιξη, ανοιξιάτικος: Εαρινή βροχή. 2. που είναι χρήσιμος την άνοιξη: Εαρινή ενδυμασία …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)