ανθρωπιστικός

  • 1ανθρωπιστικός — ή, ό 1. ο ικανός, ο αρμόδιος να εξευγενίσει και να εκπολιτίσει σύμφωνα με τις αρχές του ανθρωπισμού 2. αυτός που αναφέρεται στη θεωρία του ανθρωπισμού και διεξάγεται ή οργανώνεται σύμφωνα μ αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθρωπος. Η λ. μαρτυρείται στον… …

    Dictionary of Greek

  • 2ανθρωπιστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει σχέση με τις απόψεις των ανθρωπιστών (βλ. λ.). 2. αυτός που είναι κατάλληλος να μορφώνει, να εξευγενίζει: Οι ανθρωπιστικές σπουδές εξευγενίζουν τον άνθρωπο …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 3ουμανιστικός — ή, ό [ουμανιστής] ανθρωπιστικός, σχετικός με τον ουμανισμό …

    Dictionary of Greek

  • 4ρεαλισμός — Στη φιλοσοφία ο όρος σημαίνει την αναγνώριση της ύπαρξης μιας πραγματικότητας έξω από τη σκέψη, ανεξάρτητη από τη νοητική μας δραστηριότητα. Η νόηση γνωρίζει την πραγματικότητα προσαρμοζόμενη σε αυτήν. Η «αλήθεια» είναι η συμφωνία της σκέψης με… …

    Dictionary of Greek

  • 5Βασίλειος ο Μέγας — (Καισάρεια 330; – 379). Πατέρας, οικουμενικός διδάσκαλος και άγιος της Εκκλησίας. Γόνος ευγενούς οικογένειας, γνωστής για την ευσέβεια και την προσφορά της στην εκκλησία πολλών θεολόγων και εκκλησιαστικών ανδρών, έγινε επίσκοπος Καισαρείας και… …

    Dictionary of Greek

  • 6Ονέ, Ζορζ — (Georges Ohnet, Παρίσι 1848 – 1918). Γάλλος συγγραφέας. Υπήρξε γονιμότατος συγγραφέας μυθιστορημάτων τα οποία συγκέντρωσε στον κύκλο Οι μάχες της ζωής (1881) και τα οποία υπήρξαν πολύ δημοφιλή στην εποχή τους εξαιτίας κυρίως των θεατρικών τους… …

    Dictionary of Greek

  • 7Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …

    Dictionary of Greek