-
1 αμηχανία
[амиханиа] ουσ. Θ. затруднительное положение, замешательство, смущение,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αμηχανία
-
2 замешательство
замешательство с η σύγχυση, η αμηχανία прийти в \замешательство βρίσκομαι σε αμηχανία* * *сη σύγχυση, η αμηχανίαприйти́ в замеша́тельство — βρίσκομαι σε αμηχανία
-
3 замешательство
замешательствос ἡ σύγχυση [-ις], ἡ ταραχή/ ἡ ἀμηχανία (смущение):приходить в \замешательство τά χάνω, Ερχομαι σέ ἀμηχανία· вносить \замешательство φέρνω σύγχυση· приводить в \замешательство φέρνω σέ ἀμηχανία. -
4 недоумение
недоум||ениес ἡ ἀπορία, ἡ ἀμηχανία:быть в \недоумениеении εἶμαι σέ ἀμηχανίά вызывать \недоумениеение προκαλώ ἀμηχανία. -
5 растерянность
-
6 смущать
смущатьнесов συγχίζω, σαστίζω (конфузить)/ κάνω κάποιον νά τά χάσει, φέρνω σέ ἀμηχανία \смущаться συγχίζομαι, τά χάνω, βρίσκομαι σέ ἀμηχανία -
7 недоумевающий
επ. από μτχ.που εκφράζει αμηχανία•-ие глаза μάτια που εκφράζουν αμηχανία:
-
8 недоумение
-я ουδ.αμηχανία, απορία (για το πρακτέο)•с -ем, в -ии με απορία•
гфийти в недоумение περιέρχομαι σε αμηχανία.
-
9 затруднительностьый
затруднительность||ыйприл δύσκολος, δυσχερής:\затруднительностьыйое положение ἡ δύσκολη θέση, ἡ ἀμηχανία· быть (находиться) в \затруднительностьыйом положении βρίσκομαι σέ δύσκολη θέση. -
10 недоумевать
недоум||еватьнесов ἀπορῶ, εἶμαι σέ ἀμηχανία. -
11 неловко
нело́в||ко1. нареч (неуклюже) ἀδέξια·2. предик безл (неудобно) ἄβολα:мне \неловкоко сидеть на э́том стуле μοῦ εἶναι ἀβολο νά κάθομαι σ' αὐτή τήν καρέκλα·3. предик безл (неприятно, совестно):мне \неловкоко βρίσκομαι σέ ἀμηχανία· мие \неловкоко говорить об этом δυσκολεύομαι νά μιλήσω γι ' αὐτό. -
12 неловкость
нело́в||костьж1. (неповоротливость) ἡ ἀδεξιότητα·2. (неловкий поступок) ἡ ἀδε-ξιότητα, ἡ γκάφα:сделать \неловкостькость κάνω γκάφα·3. (смущение) ἡ ἀμηχανία, τό σάστισμα. -
13 неудобство
неудобствос1. ἡ δυσχέρεια, ἡ ἀβολία, ἡ δυσκολία, ἡ στενοχώρια, ἡ ἔλλειψις ἀνεσης· причинять \неудобство ἐνοχλω, δυσκολεύω·2. перен ἡ δυσάρεστη θέση, ἡ ἀμηχανία, ἡ ἀνησυχία. -
14 озадаченный
озадаченныйприч. и прил ἀμήχανος, πού βρίσκεται σέ ἀπορία, πού βρίσκεται σέ ἀμηχανία. -
15 озадаченныйнть
озадаченный||нтьсое. βάζω σέ ἀμηχανία[ν]. -
16 оставить
оставитьсов, оставлять несов1. ἀφήνω:\оставить книгу до́ма ἀφήνω τό βιβλίο στό σπίτι· \оставить вопрос нерешенным ἀφήνω τό ζήτημα ἄλυτο· \оставить в стороне ἀφήνω κατά μέρος, ἀφήνω στήν μπάντα· \оставить в недоумении ἀφήνω σέ ἀμηχανία· \оставить в покое ἀφήνω ήσυχο·2. (покидать, бросать) ἀφήνω, ἐγκαταλείπω:\оставить в беде ἐγκαταλείπω στή δυστυχία·3. (отказываться) ἐγκαταλείπω:\оставить всякую надежду ἐγκαταλείπω κάθε ἐλπίδα·4. (сохранять, удерживать) ἐπιφυλάττω, φυλάσσω, διατηρώ:\оставить за собой право ἐπιφυλάσσομαι, ἐπιφυλάσσω είς ἐμαυτόν τό δικαίωμα· ◊ \оставить на второй год (в школе) ἀφήνω στήν ίδια τάξη· \оставить кого-л. позади́ ἀφήνω πίσω, προσπερνώ· \оставить впечатление ἀφήνω τήν ἐντύπωση· \оставить память ἀφήνω ἀνάμνηση· \оставить без внимания δέν δίνω προσοχή, παραμελώ· \оставить без последствий δέν δίνω συνέχεια, ἀφήνω χωρίς ἐπακόλουθα· \оставить кого-л. в дураках κοροϊδεύω (или γελώ, ἐξαπατώ) κάποιον не оставить камня на камне δέν ἀφήνω λίθον ἐπί λίθου· Зто оставляет желать (много) лучшего αὐτό ἔχει ἀκόμα πολ-λες ἐλλείψεις· позвольте мне вас оставить ἐπιτρέψατε μου νά σᾶς ἀφήσω· оставь! ἄστο!, ἄφησέ το!, παράτα το!· оставим §то! ἀς τ' ἀφήσουμε αὐτό!, ἄς ἀλλἀ-, ξουμε θέμα! -
17 повергать
повергатьнесов, повергнуть сов1. (опрокидывать) ρίχνω κάτω, καταρρίπτω, ρίχνω κατά γής, γκρεμίζω:\повергать к ногам ρίχνω στά πόδια·2. перен βυθίζω, ρίχνω:\повергать в уныние βυθίζω σέ θλίψη· \повергать в отчаяние ρίχνω σέ ἀπελπισία· \повергать в недоумение βάζω σέ ἀμηχανία -
18 положение
положени||ес1. (местоположение) ἡ θέση [-ις], ὁ τόπος·2. (поза) ἡ θέση [-ις], ἡ στάση [-ις], ἡ πόζα·3. (состояние) ἡ κατάσταση [-ις]:международное \положение ἡ διεθνής κατάσταση· чрезвычайное \положение ἡ κατάσταση ἐκτακτου ἀνάγκης· затруднительное \положение ἡ δύσκολη θέση, ἡ ἀμηχανία, безвыходное \положение τό ἀδιέξοδο[ν], скверное \положение ἡ κατάντια, ἡ ἀσχημη κατάσταση· быть на военном \положениеи βρίσκομαι σέ κατάσταση πολέμου· быть на нелегальном \положениеи εἶμαι σέ παρανομία· выходить из \положениея βρίσκω διέξοδον4. (общественное, социальное) ἡ κοινωνική θέση·5. (тезис) ἡ θέση, ἡ θέσις:основные \положениея οἱ θεμελιώδεις θέσεις·6. (закон, устав) ἡ διάταξη [-ις], ὁ κανονισμός, τό καταστατικό·, \положение о выборах ὁ κανονισμός τῶν ἐκλογών ◊ быть в \положениеи (о беременной) разг εἶμαι Εγκυος· на высоте \положениея στό ῦψος τῶν περιστάσεων. -
19 приводить
приводитьнесов1. φέρ(ν)ω, ὁδηγώ:\приводить ребенка домой φέρνω τό παιδί στό σπίτι· \приводить обратно ἐπαναφέρω, φέρνω πίσω· \приводить κ чему́-л. ὁδηγώ σέ...·2. (факты, данные и т. п.) παραθέτω, προσάγω, φέρνω:\приводить доводы φέρνω ἐπιχειρήματα· \приводить доказательства παρουσιάζω ἀποδείξεις· \приводить в пример φέρνω σάν παράδειγμα, ἀναφέρω ὡς παράδειγμα·3. (в какое-л. состояние) βάζω, φέρνω / ρίχνω (повергать):\приводить в движение βάζω σέ κίνηση· \приводить в замешательство βάζω σέ ἀμηχανία, φέρνω σύγχυση· \приводить в восторг προκαλώ τό θαυμασμό[ν]· \приводить в бешенство, в ярость κά(μ)νω νά λυσσάξει, κάνω ἐξω φρένων· \приводить в отчаяние ρίχνω σέ ἀπελπισία· \приводить в чу́вство συνεφέρνω· \приводить в соответствие προσαρμόζω· \приводить в порядок а) βάζω σέ τάξη, τακτοπιώ, б) (уби·. рать) συγυρίζω· \приводить в беспорядок προκαλώ ἀκαταστασία· \приводить в негодность καθιστώ ἄχρηστο, κάνω ἄχρηστο· ◊ \приводить в исполнение θέτω σέ ἐφαρμογή, ἐκτελώ· \приводить приговор в исполнение ἐκτελώ ἀπόφαση· \приводить к концу́ φέρνω σέ πέρας, ἀποπερατώνὠ \приводить к присяге ὁρκίζω· \приводить к общему зна-мени́телю мат τρέπω ἐτερώνυμα κλάσματα σε ὁμώνυμα. -
20 разводить
разводитьнесов1. (отводить куда-л.) ὁδηγώ, συνοδεύω, μεταφέρω:\разводить детей по домам πηγαίνω τά παιδιά στά σπίτια τους· \разводить войска по квартирам τακτοποιώ τους στρατιώτες σέ σπίτια γιά κατάλυμα·2. воен.:\разводить часовых τοποθετώ (или βάζω) σκοπούς·3. (разъединять) ἀνοίγω, σηκώνω:\разводить мост σηκώνω τή γέφυρά4. (супругов) δίνω διαζύγιο, διαζευγνύω/ χωρίζω (разг)·5. (в разные стороны) ξεχωρίζω, χωρίζω:\разводить пилу ἀνοίγω τά δόντια πριονιοῦ·6. (растворять) διαλύω, ἀραιώνω:\разводить порошок в воде διαλύω τό σκονάκι στό νερό· \разводить тесто ἀραιώνω τό ζυμάρι·7. (выращивать) ἀνατρέφω, τρέφω (животных)/ καλλιεργώ (растения)·8. (разжигать) ἀνάβω:\разводить огонь ἀνάβω φωτιά· "\разводить костер ἀνάβω φωτιά (στό ὑπαιθρο)· \разводить пары σηκώνω ἀτμό· ◊ \разводить руками μένω σέ ἀμηχανία, κάνω κίνηση ἀμηχανίας.
См. также в других словарях:
ἀμηχανία — ἀμηχανίᾱ , ἀμηχανία want of means fem nom/voc/acc dual ἀμηχανίᾱ , ἀμηχανία want of means fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμηχανίᾳ — ἀμηχανίαι , ἀμηχανία want of means fem nom/voc pl ἀμηχανίᾱͅ , ἀμηχανία want of means fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμηχανία — η (Α ἀμηχανία) [ἀμήχανος] απορία, έλλειψη τρόπου για διέξοδο από δυσχέρειες, στενοχώρια νεοελλ. δυσχέρεια, αμφιβολία, ενδοιασμός αρχ. έλλειψη μέσων και τρόπων για την ικανοποίηση βιοτικών αναγκών, ένδεια … Dictionary of Greek
αμηχανία — η δύσκολη θέση, στενοχώρια, απορία: Αρκετό καιρό τώρα βρισκόταν σε μεγάλη αμηχανία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμηχανίας — ἀμηχανίᾱς , ἀμηχανία want of means fem acc pl ἀμηχανίᾱς , ἀμηχανία want of means fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμηχανίαι — ἀμηχανία want of means fem nom/voc pl ἀμηχανίᾱͅ , ἀμηχανία want of means fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμηχανίαν — ἀμηχανίᾱν , ἀμηχανία want of means fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμηχανιῶν — ἀμηχανία want of means fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμηχανίαις — ἀμηχανία want of means fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμηχανίη — ἀμηχανία want of means fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμηχανίην — ἀμηχανία want of means fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)