αμέριμνος
1ἀμέριμνος — free from care masc/fem nom sg …
2αμέριμνος — η, ο (AM ἀμέριμνος, ον) αυτός που δεν έχει μέριμνες, φροντίδες, ο ξένοιαστος αρχ. 1. αυτός, για τον οποίο δεν μεριμνά κανείς, ο παραμελημένος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀμέριμνον η αμεριμνησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + μέριμνα. ΠΑΡ. αρχ. ἀμεριμνῶ αρχ.… …
3αμέριμνος — η, ο επίρρ. α ξέγνοιαστος: Θυμόταν τα παιδικά του χρόνια, όταν ζούσε αμέριμνος στο χωριό του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀμεριμνότερον — ἀμέριμνος free from care adverbial comp ἀμέριμνος free from care masc acc comp sg ἀμέριμνος free from care neut nom/voc/acc comp sg …
5ἀμερίμνως — ἀμέριμνος free from care adverbial ἀμέριμνος free from care masc/fem acc pl (doric) …
6ἀμέριμνον — ἀμέριμνος free from care masc/fem acc sg ἀμέριμνος free from care neut nom/voc/acc sg …
7ἀμεριμνοτέρης — ἀμέριμνος free from care fem gen comp sg (epic ionic) …
8ἀμεριμνότερα — ἀμέριμνος free from care neut nom/voc/acc comp pl …
9ἀμερίμνοις — ἀμέριμνος free from care masc/fem/neut dat pl …
10ἀμερίμνου — ἀμέριμνος free from care masc/fem/neut gen sg …