-
1 нашармака
επίρ.(απλ.) σελέμικα, αμάκα ή τζάμπα.
См. также в других словарях:
αμάκα — η (λ. ιταλ.) 1. το να αποκτά κανείς κάτι ή να ζει με έξοδα άλλου: Είναι άνθρωπος της αμάκας. 2. ως τροπ. επίρρ., δωρεάν: Τρώει αμάκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμάκα — η 1. η απόκτηση και απόλαυση αγαθών σε βάρος άλλων, το να ζει κανείς σε βάρος άλλων, ο παρασιτισμός 2. κλοπή, αρπαγή 3. (ως επίρρ.) δωρεάν, χάρισμα, τζάμπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. φρ. a macca «άφθονα, πλουσιοπάροχα». ΠΑΡ. νεοελλ. αμακαδόρος,… … Dictionary of Greek
αμακεύω — [αμάκα] κλέβω, σφετερίζομαι κάτι που ανήκει σε άλλον … Dictionary of Greek
αμακώνω — [αμάκα] 1. παίρνω κάτι χωρίς να πληρώσω 2. κλέβω, αρπάζω … Dictionary of Greek
αμακαδόρος — α και ισσα, ικο άνθρωπος τής αμάκας, αυτός που ζει σε βάρος τών άλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάκα + παράγ. κατάλ. δόρος. ΠΑΡ. νεοελλ. αμακαδόρικος] … Dictionary of Greek
αμακατζής — ο ο αμακαδόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάκα + παραγ. κατάλ. τζής. ΠΑΡ. νεοελλ. αμακατζίδικος] … Dictionary of Greek
αμακαδόρος, -α — και ισσα, ικο και αμακαντζής, ού αυτός που ζει με την αμάκα, με έξοδα άλλου: Σελέμης κι αμακαδόρος ονομαστός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τράκα — η 1. στράκα (βλ. λ.): Κάνει τράκες, κάνει εντύπωση. 2. είδος κροτίδας, τρακατρούκα: Ακούστηκαν πολλές τράκες στην Ανάσταση. 3. σύγκρουση οχήματος με άλλο: Πολύνεκρη τράκα. 4. αναιδής λήψη δωρεάν, πράγματος που ανήκει σε άλλον, σελεμιά, αμάκα: Μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)