αλατίζω
1αλατίζω — αλατίζω, αλάτισα βλ. πίν. 33 …
2αλατίζω — (Α ἀλατίζω) πασπαλίζω με αλάτι, ρίχνω αλάτι σε φαγητό νεοελλ. 1. σκεπάζω με αλάτι, παστώνω 2. κάνω κάτι νόστιμο, νοστιμίζω, διανθίζω με ευφυολογήματα 3. δίνω αλάτι ως τροφή στα κατοικίδια θηλαστικά 4. φρ. «αλατίζω κάποιον (στο ξύλο)», τον δέρνω… …
3αλατίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος 1. ρίχνω στα φαγώσιμα ή σε άλλα πράγματα το αναγκαίο αλάτι: Μην ξεχάσεις να αλατίσεις τα ψάρια. 2. κάνω ευχάριστη την ομιλία μου: Είπε πράγματα γνωστικά κι αλατισμένα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἁλατίζεσθαι — ἁλατίζω sprinkle with salt pres inf mp …
5ἁλατίζονται — ἁλατίζω sprinkle with salt pres ind mp 3rd pl …
6ἁλατίσωσιν — ἁλατίζω sprinkle with salt aor subj act 3rd pl …
7ἁλάτιζε — ἁ̱λάτιζε , ἁλατίζω sprinkle with salt imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἁλατίζω sprinkle with salt pres imperat act 2nd sg ἁλατίζω sprinkle with salt imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …
8πάσσω — αττ. τ. πάττω, Α 1. πασπαλίζω κάτι τριμμένο, επιπάσσω («θελκτήρια φάρμακ ἔπασσεν αἰθέρι καὶ πνοῆσιν», Απολλ. Ρόδ.) 2. ραίνω, ραντίζω με κάτι ρευστό 3. μτφ. διακοσμώ («ἱστὸν ὕφαινε... δίπλακα πορφυρέην, ἐν δὲ θρόνα ποικίλλ ἔπασσε», Ομ. Ιλ.) 4. φρ …
9άλας — Βλ. λ. άλατα. * * * ( ατος), το (Α ἅλας) (νεοελλ. και αλάτι, το αρχ. και ἅλς ἁλός, ο) 1. το χλωριούχο νάτριο, το μαγειρικό αλάτι που χρησιμοποιείται στη μαγειρική και στη συντήρηση τροφίμων (βλ. λ. άλατα) 2. η δύναμη που συντηρεί και κάνει… …
10αλάτισμα — το [αλατίζω] 1. η άρτυση τού φαγητού με αλάτι 2. ταρίχευση, πάστωμα 3. έξυπνος λόγος, ευφυολογία …