ακαριαίος
1ἀκαριαῖος — momentary masc nom sg …
2ακαριαίος — αία, αίο ( ος, α, ον) (Α ἀκαριαῑος) [ἀκαρής] αυτός που συμβαίνει μέσα σε ελάχιστο χρόνο, ο στιγμιαίος …
3ακαριαίος — α, ο επίρρ. α που γίνεται στη στιγμή: Ο θάνατός του ήταν ακαριαίος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀκαριαῖον — ἀκαριαῖος momentary masc acc sg ἀκαριαῖος momentary neut nom/voc/acc sg …
5ἀκαριαῖα — ἀκαριαῖος momentary neut nom/voc/acc pl …
6ἀκαριαία — ἀκαριαί̱ᾱ , ἀκαριαῖος momentary fem nom/voc/acc dual ἀκαριαί̱ᾱ , ἀκαριαῖος momentary fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
7ἀκαριαίας — ἀκαριαί̱ᾱς , ἀκαριαῖος momentary fem acc pl ἀκαριαί̱ᾱς , ἀκαριαῖος momentary fem gen sg (attic doric aeolic) …
8ἀκαριαίων — ἀκαριαί̱ων , ἀκαριαῖος momentary fem gen pl ἀκαριαί̱ων , ἀκαριαῖος momentary masc/neut gen pl …
9ἀκαριαίως — ἀκαριαί̱ως , ἀκαριαῖος momentary adverbial ἀκαριαί̱ως , ἀκαριαῖος momentary masc acc pl (doric) …
10ακαρής — ἀκαρὴς ( οῡς), ὲς (Α) 1. πάρα πολύ κοντός, ελάχιστος (για μαλλιά τόσο κοντά που δεν μπορεί κανείς να τά κουρέψει) 2. (για χρονικό διάστημα) συντομότατος, στιγμιαίος «ἐν ἀκαρεῑ χρόνου», στη στιγμή (Αριστοφ. Πλούτ. 244) «ἐν ἀκαρεῑ», στη στιγμή,… …
- 1
- 2